συγχωριανός: Difference between revisions

From LSJ

Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann

Menander, Monostichoi, 363
(39)
m (Text replacement - "({{grml\n.*\n}})\n\1" to "$1")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
|mltxt=και [[συχωριανός]] -ή, -ό, Ν<br />αυτός που κατάγεται από το ίδιο [[χωριό]], [[χωριανός]], [[συντοπίτης]].
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[συχωριανός]] -ή, -ό, Ν<br />αυτός που κατάγεται από το ίδιο [[χωριό]], [[χωριανός]], [[συντοπίτης]].
|mltxt=και [[συχωριανός]] -ή, -ό, Ν<br />αυτός που κατάγεται από το ίδιο [[χωριό]], [[χωριανός]], [[συντοπίτης]].
}}
}}

Latest revision as of 19:30, 27 September 2022

Greek Monolingual

και συχωριανός -ή, -ό, Ν
αυτός που κατάγεται από το ίδιο χωριό, χωριανός, συντοπίτης.