συγχωριανός: Difference between revisions
From LSJ
Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann
(39) |
m (Text replacement - "({{grml\n.*\n}})\n\1" to "$1") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[συχωριανός]] -ή, -ό, Ν<br />αυτός που κατάγεται από το ίδιο [[χωριό]], [[χωριανός]], [[συντοπίτης]]. | |mltxt=και [[συχωριανός]] -ή, -ό, Ν<br />αυτός που κατάγεται από το ίδιο [[χωριό]], [[χωριανός]], [[συντοπίτης]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 19:30, 27 September 2022
Greek Monolingual
και συχωριανός -ή, -ό, Ν
αυτός που κατάγεται από το ίδιο χωριό, χωριανός, συντοπίτης.