συγκλονίζω: Difference between revisions

From LSJ

ὁ λαγὼς τὸν περὶ τῶν κρεῶν δρόμον τρέχει → save one's bacon, save one's neck, save one's skin

Source
(39)
m (Text replacement - "({{grml\n.*\n}})\n\1" to "$1")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
|mltxt=ΝΑ<br />[[κλονίζω]] συθέμελα, [[σείω]], [[συνταράσσω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[προξενώ]] έντονη [[συγκίνηση]], [[προξενώ]] [[βαθιά]] ψυχική [[ταραχή]] («τα νέα που μού είπες μέ συγκλόνισαν»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[κλονίζω]] «[[σείω]], [[τραντάζω]]»].
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΑ<br />[[κλονίζω]] συθέμελα, [[σείω]], [[συνταράσσω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[προξενώ]] έντονη [[συγκίνηση]], [[προξενώ]] [[βαθιά]] ψυχική [[ταραχή]] («τα νέα που μού είπες μέ συγκλόνισαν»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[κλονίζω]] «[[σείω]], [[τραντάζω]]»].
|mltxt=ΝΑ<br />[[κλονίζω]] συθέμελα, [[σείω]], [[συνταράσσω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[προξενώ]] έντονη [[συγκίνηση]], [[προξενώ]] [[βαθιά]] ψυχική [[ταραχή]] («τα νέα που μού είπες μέ συγκλόνισαν»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[κλονίζω]] «[[σείω]], [[τραντάζω]]»].
}}
}}

Latest revision as of 19:35, 27 September 2022

Greek Monolingual

ΝΑ
κλονίζω συθέμελα, σείω, συνταράσσω
νεοελλ.
μτφ. προξενώ έντονη συγκίνηση, προξενώ βαθιά ψυχική ταραχή («τα νέα που μού είπες μέ συγκλόνισαν»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + κλονίζω «σείω, τραντάζω»].