συμβιβαστικότητα: Difference between revisions

From LSJ

Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'

Menander, Monostichoi, 455
(39)
m (Text replacement - "({{grml\n.*\n}})\n\1" to "$1")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
|mltxt=η, Ν<br /><b>1.</b> η [[ιδιότητα]] του συμβιβαστικού<br /><b>2.</b> η [[τάση]] για συμβιβασμό, για [[υποχώρηση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[συμβιβαστικός]]. Η λ., στον λόγιο τ. <i>συμβιβαστικότης</i>, μαρτυρείται από το 1861 στο <i>Γαλλοελληνικόν Λεξικόν</i> τών Σχινά και Λεβαδέως].
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η, Ν<br /><b>1.</b> η [[ιδιότητα]] του συμβιβαστικού<br /><b>2.</b> η [[τάση]] για συμβιβασμό, για [[υποχώρηση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[συμβιβαστικός]]. Η λ., στον λόγιο τ. <i>συμβιβαστικότης</i>, μαρτυρείται από το 1861 στο <i>Γαλλοελληνικόν Λεξικόν</i> τών Σχινά και Λεβαδέως].
|mltxt=η, Ν<br /><b>1.</b> η [[ιδιότητα]] του συμβιβαστικού<br /><b>2.</b> η [[τάση]] για συμβιβασμό, για [[υποχώρηση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[συμβιβαστικός]]. Η λ., στον λόγιο τ. <i>συμβιβαστικότης</i>, μαρτυρείται από το 1861 στο <i>Γαλλοελληνικόν Λεξικόν</i> τών Σχινά και Λεβαδέως].
}}
}}

Latest revision as of 19:40, 27 September 2022

Greek Monolingual

η, Ν
1. η ιδιότητα του συμβιβαστικού
2. η τάση για συμβιβασμό, για υποχώρηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συμβιβαστικός. Η λ., στον λόγιο τ. συμβιβαστικότης, μαρτυρείται από το 1861 στο Γαλλοελληνικόν Λεξικόν τών Σχινά και Λεβαδέως].