συγκατοικώ: Difference between revisions

From LSJ

σοὶ μὲν παιδιὰν τοῦτ' εἶναι, ἐμοὶ δὲ θάνατον → This is sport to you but death to me (Aristotle, Eudemian Ethics 1243a20)

Source
m (Text replacement - "εῑν " to "εῖν ")
m (Text replacement - "({{grml\n.*\n}})\n\1" to "$1")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
|mltxt=συγκατοικῶ, -έω, ΝΑ [[συγκάτοικος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κατοικώ]] [[μαζί]] με άλλον στο ίδιο [[σπίτι]], [[είμαι]] [[συγκάτοικος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κατοικώ]] [[μαζί]] με άλλους στην [[ίδια]] [[χώρα]] («ἐψηφίσατο συγκατοικεῖν Σινωπεῡσι», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[συνυπάρχω]] («[[γέρων]] γέρο ντι συγκατῴκησεν [[πίνος]]», <b>Σοφ.</b>).
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=συγκατοικῶ, -έω, ΝΑ [[συγκάτοικος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κατοικώ]] [[μαζί]] με άλλον στο ίδιο [[σπίτι]], [[είμαι]] [[συγκάτοικος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κατοικώ]] [[μαζί]] με άλλους στην [[ίδια]] [[χώρα]] («ἐψηφίσατο συγκατοικεῖν Σινωπεῡσι», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[συνυπάρχω]] («[[γέρων]] γέρο ντι συγκατῴκησεν [[πίνος]]», <b>Σοφ.</b>).
|mltxt=συγκατοικῶ, -έω, ΝΑ [[συγκάτοικος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κατοικώ]] [[μαζί]] με άλλον στο ίδιο [[σπίτι]], [[είμαι]] [[συγκάτοικος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κατοικώ]] [[μαζί]] με άλλους στην [[ίδια]] [[χώρα]] («ἐψηφίσατο συγκατοικεῖν Σινωπεῡσι», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[συνυπάρχω]] («[[γέρων]] γέρο ντι συγκατῴκησεν [[πίνος]]», <b>Σοφ.</b>).
}}
}}

Latest revision as of 19:45, 27 September 2022

Greek Monolingual

συγκατοικῶ, -έω, ΝΑ συγκάτοικος
νεοελλ.
κατοικώ μαζί με άλλον στο ίδιο σπίτι, είμαι συγκάτοικος
αρχ.
1. κατοικώ μαζί με άλλους στην ίδια χώρα («ἐψηφίσατο συγκατοικεῖν Σινωπεῡσι», Πλούτ.)
2. μτφ. συνυπάρχωγέρων γέρο ντι συγκατῴκησεν πίνος», Σοφ.).