συκοφαντητός: Difference between revisions

From LSJ

Πολλοὺς τρέφειν εἴωθε τἀδικήματα → Multos consuevit alere iniuria et nefas → Gar viele sind's, die Unrechttun zu nähren pflegt

Menander, Monostichoi, 445
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "({{grml\n.*\n}})\n\1" to "$1")
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''σῡκοφαντητός''': -ή, -όν, ὑποκείμενος εἰς ψευδῆ κατηγορίαν ἢ διαβολήν, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 53.
|lstext='''σῡκοφαντητός''': -ή, -όν, ὑποκείμενος εἰς ψευδῆ κατηγορίαν ἢ διαβολήν, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 53.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α [[συκοφαντῶ]]<br /><b>1.</b> (για [[πράξη]]) ο [[δεκτικός]] [[συκοφαντίας]], αυτός που μπορεί να συκοφαντηθεί<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που έχει πέσει [[θύμα]] [[συκοφαντίας]], συκοφαντημένος.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α [[συκοφαντῶ]]<br /><b>1.</b> (για [[πράξη]]) ο [[δεκτικός]] [[συκοφαντίας]], αυτός που μπορεί να συκοφαντηθεί<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που έχει πέσει [[θύμα]] [[συκοφαντίας]], συκοφαντημένος.
|mltxt=-ή, -όν, Α [[συκοφαντῶ]]<br /><b>1.</b> (για [[πράξη]]) ο [[δεκτικός]] [[συκοφαντίας]], αυτός που μπορεί να συκοφαντηθεί<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που έχει πέσει [[θύμα]] [[συκοφαντίας]], συκοφαντημένος.
}}
}}

Revision as of 19:50, 27 September 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῡκοφαντητός Medium diacritics: συκοφαντητός Low diacritics: συκοφαντητός Capitals: ΣΥΚΟΦΑΝΤΗΤΟΣ
Transliteration A: sykophantētós Transliteration B: sykophantētos Transliteration C: sykofantitos Beta Code: sukofanthto/s

English (LSJ)

ή, όν, to be quibbled about, οὐ σ. ἦν τὰ τοιαῦτα after all, such points need not be unduly pressed, Sch.Ar.Ra.53.

Greek (Liddell-Scott)

σῡκοφαντητός: -ή, -όν, ὑποκείμενος εἰς ψευδῆ κατηγορίαν ἢ διαβολήν, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 53.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α συκοφαντῶ
1. (για πράξη) ο δεκτικός συκοφαντίας, αυτός που μπορεί να συκοφαντηθεί
2. (για πρόσ.) αυτός που έχει πέσει θύμα συκοφαντίας, συκοφαντημένος.