συνδαυλίζω: Difference between revisions
From LSJ
Dante Alighieri, Paradiso, XXXIII, v. 145
(39) |
m (Text replacement - "({{grml\n.*\n}})\n\1" to "$1") |
(3 intermediate revisions by the same user not shown) | |
(No difference)
|
Latest revision as of 20:00, 27 September 2022
Greek Monolingual
και συδαυλίζω και συνταυλίζω Ν
1. ανασκαλεύω, ανακατεύω τη φωτιά για να δυναμώσει, συμπώ
2. μτφ. (για ψυχικά πάθη) ανακινώ, αναμοχλεύω, παροξύνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + δαυλίζω «βάζω ξύλα στη φωτιά, ανασκαλεύω τη φωτιά»].