συνεργής: Difference between revisions
From LSJ
Τὸ γὰρ θανεῖν οὐκ αἰσχρόν, ἀλλ' αἰσχρῶς θανεῖν → Mors ipsa non est foeda, sed foede mori → Das Sterben bringt nicht Schmach, doch sterben in der Schmach
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "({{grml\n.*\n}})\n\1" to "$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συνεργής''': -ές, ὁ μετά τινος ἐργαζόμενος, συνεργὲς εὐλόγως γενόμενον Ἀριστέας περὶ τῶν Ἑβδομ. σ. 125. | |lstext='''συνεργής''': -ές, ὁ μετά τινος ἐργαζόμενος, συνεργὲς εὐλόγως γενόμενον Ἀριστέας περὶ τῶν Ἑβδομ. σ. 125. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ές, Α<br />[[συνεργατικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>εργής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔργον]]), <b>πρβλ.</b> <i>εὐ</i>-<i>εργής</i>]. | |mltxt=-ές, Α<br />[[συνεργατικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>εργής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔργον]]), <b>πρβλ.</b> <i>εὐ</i>-<i>εργής</i>]. | ||
}} | }} |
Revision as of 20:10, 27 September 2022
English (LSJ)
ές, working with, co-operating, Aristeas 242. Adv., -γῶς ἔχειν εἴς τι Phld.Oec. p.19 J.
Greek (Liddell-Scott)
συνεργής: -ές, ὁ μετά τινος ἐργαζόμενος, συνεργὲς εὐλόγως γενόμενον Ἀριστέας περὶ τῶν Ἑβδομ. σ. 125.
Greek Monolingual
-ές, Α
συνεργατικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -εργής (< ἔργον), πρβλ. εὐ-εργής].