σύθεμα: Difference between revisions

From LSJ

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234
(39)
m (Text replacement - "({{grml\n.*\n}})\n\1" to "$1")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
|mltxt=το, Ν<br />(στον <b>Ερωτόκρ.</b>) [[σύνθεση]] («το [[σύθεμα]] του τραγουδιού», <b>Ερωτόκρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Διαλεκτικός τ. [[αντί]] [[σύνθεμα]] (<span style="color: red;"><</span> [[συνθέτω]])].
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=το, Ν<br />(στον <b>Ερωτόκρ.</b>) [[σύνθεση]] («το [[σύθεμα]] του τραγουδιού», <b>Ερωτόκρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Διαλεκτικός τ. [[αντί]] [[σύνθεμα]] (<span style="color: red;"><</span> [[συνθέτω]])].
|mltxt=το, Ν<br />(στον <b>Ερωτόκρ.</b>) [[σύνθεση]] («το [[σύθεμα]] του τραγουδιού», <b>Ερωτόκρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Διαλεκτικός τ. [[αντί]] [[σύνθεμα]] (<span style="color: red;"><</span> [[συνθέτω]])].
}}
}}

Latest revision as of 20:15, 27 September 2022

Greek Monolingual

το, Ν
(στον Ερωτόκρ.) σύνθεση («το σύθεμα του τραγουδιού», Ερωτόκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Διαλεκτικός τ. αντί σύνθεμα (< συνθέτω)].