σύγκλειση: Difference between revisions

From LSJ

Σοφία δὲ πλούτου κτῆμα τιμιώτερον → Pretiosior res opipus est sapientia → Die Weisheit ist mehr wert als Säcke voller Geld

Menander, Monostichoi, 482
(39)
 
m (Text replacement - "({{grml\n.*\n}})\n\1" to "$1")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
(No difference)

Latest revision as of 20:15, 27 September 2022

Greek Monolingual

η / σύγκλεισις, -είσεως, ΝΑ, αττ. τ. ξύγκλησις Α συγκλείω
η συνένωση δύο πραγμάτων ώστε να μην υπάρχει ενδιάμεσο κενό («τῆς φάλαγγοςσύγκλεισις», Αρρ.)
νεοελλ.
ανατ. η συναρμογή τών οδόντων η οποία εκφράζεται με τη σχέση εφαρμογής τών φυμάτων και τών επιφανειών τους σε όλες τις λειτουργικές θέσεις της κάτω γνάθου
αρχ.
1. φράξιμο, κλείσιμο («συγκλείσει κωλύειν τὴν δίοδον», Θεόφρ.)
2. αποκλεισμός
3. ασφαλής εναποθήκευση, κλείδωμα
4. στενωπός, κλεισούρα.