εναποθήκευση

From LSJ

μὴ περιρέμβου ζητοῦσα θεόν → do not roam about looking for god

Source

Greek Monolingual

η
αποθήκευση, συσσώρευση, συγκέντρωση, διαφύλαξη πραγμάτων σ' έναν τόποεναποθήκευση σοδειάς, τροφίμων» κ.λπ.).