σύνεργο: Difference between revisions

From LSJ

λόγος γέ τοί τις ἔστι τῶν γεραιτέρων, ὅσ' ἂν ἀνόητ' ἢ µῶρα βουλευσώµεθα, ἅπαντ' ἐπὶ τὸ βέλτιον ἡµῖν ξυµφέρειν → there is in fact a saying among the elders, that whatever thoughtless, stupid decisions we make, they all turn out for the best for us

Source
(39)
m (Text replacement - "({{grml\n.*\n}})\n\1" to "$1")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
|mltxt=το / [[σύνεργον]], ΝΜΑ<br /><b>1.</b> [[εργαλείο]]<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τα σύνεργα</i><br />το [[σύνολο]] τών εργαλείων τεχνίτη<br /><b>αρχ.</b><br /><b>πληθ.</b> τα χειροποίητα διακοσμητικά στοιχεία, τα στολίδια υφάσματος ή ενδύματος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> ουδ. του επιθ. <i>σύνεργος</i> (<b>βλ. λ.</b> [[συνεργός]])].
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=το / [[σύνεργον]], ΝΜΑ<br /><b>1.</b> [[εργαλείο]]<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τα σύνεργα</i><br />το [[σύνολο]] τών εργαλείων τεχνίτη<br /><b>αρχ.</b><br /><b>πληθ.</b> τα χειροποίητα διακοσμητικά στοιχεία, τα στολίδια υφάσματος ή ενδύματος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> ουδ. του επιθ. <i>σύνεργος</i> (<b>βλ. λ.</b> [[συνεργός]])].
|mltxt=το / [[σύνεργον]], ΝΜΑ<br /><b>1.</b> [[εργαλείο]]<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τα σύνεργα</i><br />το [[σύνολο]] τών εργαλείων τεχνίτη<br /><b>αρχ.</b><br /><b>πληθ.</b> τα χειροποίητα διακοσμητικά στοιχεία, τα στολίδια υφάσματος ή ενδύματος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> ουδ. του επιθ. <i>σύνεργος</i> (<b>βλ. λ.</b> [[συνεργός]])].
}}
}}

Latest revision as of 20:15, 27 September 2022

Greek Monolingual

το / σύνεργον, ΝΜΑ
1. εργαλείο
2. στον πληθ. τα σύνεργα
το σύνολο τών εργαλείων τεχνίτη
αρχ.
πληθ. τα χειροποίητα διακοσμητικά στοιχεία, τα στολίδια υφάσματος ή ενδύματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ουδ. του επιθ. σύνεργος (βλ. λ. συνεργός)].