θύμα: Difference between revisions

From LSJ

ἐν γενείου ξυλλογῇ τριχώματος → in the first harvest of a beard, in early manhood

Source
(17)
 
m (Text replacement - "θῡμα" to "θῦμα")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (ΑΜ θῡμα) [[θύω]]<br />ζώο θυσιάζομενο ή [[πράγμα]] προσφερόμενο ως [[θυσία]], [[σφάγιο]], [[προσφορά]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[καθένας]] που προσφέρει τον εαυτό του ως [[ολοκαύτωμα]], ως [[θυσία]] για κάποιο σκοπό («[[θύμα]] της ευσυνειδησίας και του καθήκοντος»)<br /><b>2.</b> αυτός που έχει υποστεί [[ζημία]], [[φθορά]], [[εκμετάλλευση]] («[[θύμα]] αυτοκινητικού δυστυχήματος»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[θυσία]] ως [[πράξη]] («ὧδ' ἦν τὰ κείνης θύματα», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «πάγκαρπα θύματα» — ιερές προσφορές από [[κάθε]] είδους καρπό<br />β) «ἐπιχώρια θύματα» — ιερὲς προσφορές από πλακούντια ή ζυμαρικά που απεικονίζουν ζώα<br /><b>3.</b> <b>παροιμ.</b> «θῡμα Δελφόν» — για δόλια ομαδική [[σφαγή]] ή [[δίωξη]] [[φίλων]]<br /><b>4.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τὰ θύματα</i><br />σφάγια που προορίζονται για [[τροφή]].
|mltxt=το (ΑΜ θῦμα) [[θύω]]<br />ζώο θυσιάζομενο ή [[πράγμα]] προσφερόμενο ως [[θυσία]], [[σφάγιο]], [[προσφορά]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[καθένας]] που προσφέρει τον εαυτό του ως [[ολοκαύτωμα]], ως [[θυσία]] για κάποιο σκοπό («[[θύμα]] της ευσυνειδησίας και του καθήκοντος»)<br /><b>2.</b> αυτός που έχει υποστεί [[ζημία]], [[φθορά]], [[εκμετάλλευση]] («[[θύμα]] αυτοκινητικού δυστυχήματος»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[θυσία]] ως [[πράξη]] («ὧδ' ἦν τὰ κείνης θύματα», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «πάγκαρπα θύματα» — ιερές προσφορές από [[κάθε]] είδους καρπό<br />β) «ἐπιχώρια θύματα» — ιερὲς προσφορές από πλακούντια ή ζυμαρικά που απεικονίζουν ζώα<br /><b>3.</b> <b>παροιμ.</b> «θῦμα Δελφόν» — για δόλια ομαδική [[σφαγή]] ή [[δίωξη]] [[φίλων]]<br /><b>4.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τὰ θύματα</i><br />σφάγια που προορίζονται για [[τροφή]].
}}
}}

Latest revision as of 08:57, 29 September 2022

Greek Monolingual

το (ΑΜ θῦμα) θύω
ζώο θυσιάζομενο ή πράγμα προσφερόμενο ως θυσία, σφάγιο, προσφορά
νεοελλ.-μσν.
1. καθένας που προσφέρει τον εαυτό του ως ολοκαύτωμα, ως θυσία για κάποιο σκοπό («θύμα της ευσυνειδησίας και του καθήκοντος»)
2. αυτός που έχει υποστεί ζημία, φθορά, εκμετάλλευσηθύμα αυτοκινητικού δυστυχήματος»)
αρχ.
1. η θυσία ως πράξη («ὧδ' ἦν τὰ κείνης θύματα», Σοφ.)
2. φρ. α) «πάγκαρπα θύματα» — ιερές προσφορές από κάθε είδους καρπό
β) «ἐπιχώρια θύματα» — ιερὲς προσφορές από πλακούντια ή ζυμαρικά που απεικονίζουν ζώα
3. παροιμ. «θῦμα Δελφόν» — για δόλια ομαδική σφαγή ή δίωξη φίλων
4. στον πληθ. τὰ θύματα
σφάγια που προορίζονται για τροφή.