λυγόδεσμος: Difference between revisions

From LSJ

πείθεται πᾶς ἥδιον ἢ βιάζεται (Dio Cassius, Historiae Romanae 8.36.3) → it's always more pleasant to be persuaded than to be forced

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "εῑσα" to "εῖσα")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λυγόδεσμος]], -η, -ον, δωρ. θηλ. -α (Α)<br /><b>1.</b> δεμένος, περιτυλιγμένος με κλαδιά λυγαριάς<br /><b>2.</b> (το θηλ. στον δωρ. τ. ως κύριο όν.) <i>ἡ Λυγοδέσμα</i><br />[[προσωνυμία]] της Αρτέμιδος στη [[Σπάρτη]] («καλοῦσι δὲ οὐκ Ὀρθίαν μόνον, ἀλλὰ καὶ Λυγοδέσμαν τὴν αὐτὴν ὅτι ἐν θάμνῳ λύγων εὑρέθη<br />περιειληθεῑσα δὲ ἡ [[λύγος]] ἐποίησε τὸ [[ἄγαλμα]] ὀρθόν», <b>Παυσ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λύγος]] «[[λυγαριά]]» <span style="color: red;">+</span> [[δεσμός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>δέω</i>)].
|mltxt=[[λυγόδεσμος]], -η, -ον, δωρ. θηλ. -α (Α)<br /><b>1.</b> δεμένος, περιτυλιγμένος με κλαδιά λυγαριάς<br /><b>2.</b> (το θηλ. στον δωρ. τ. ως κύριο όν.) <i>ἡ Λυγοδέσμα</i><br />[[προσωνυμία]] της Αρτέμιδος στη [[Σπάρτη]] («καλοῦσι δὲ οὐκ Ὀρθίαν μόνον, ἀλλὰ καὶ Λυγοδέσμαν τὴν αὐτὴν ὅτι ἐν θάμνῳ λύγων εὑρέθη<br />περιειληθεῖσα δὲ ἡ [[λύγος]] ἐποίησε τὸ [[ἄγαλμα]] ὀρθόν», <b>Παυσ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λύγος]] «[[λυγαριά]]» <span style="color: red;">+</span> [[δεσμός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>δέω</i>)].
}}
}}

Revision as of 16:20, 29 September 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῠγόδεσμος Medium diacritics: λυγόδεσμος Low diacritics: λυγόδεσμος Capitals: ΛΥΓΟΔΕΣΜΟΣ
Transliteration A: lygódesmos Transliteration B: lygodesmos Transliteration C: lygodesmos Beta Code: lugo/desmos

English (LSJ)

η, ον, bound with willow-twigs, epithet of Artemis, Paus.3.16.11.

Greek (Liddell-Scott)

λῠγόδεσμος: -η, -ον, περιτετυλιγμένος διὰ λύγων, ἐπίθετ. τῆς Ἀρτέμιδος, λυγοδέσμαν... ὅτι ἐν θάμνῳ λύγων εὑρέθη Παυσ. 3. 16, 11.

Greek Monolingual

λυγόδεσμος, -η, -ον, δωρ. θηλ. -α (Α)
1. δεμένος, περιτυλιγμένος με κλαδιά λυγαριάς
2. (το θηλ. στον δωρ. τ. ως κύριο όν.) ἡ Λυγοδέσμα
προσωνυμία της Αρτέμιδος στη Σπάρτη («καλοῦσι δὲ οὐκ Ὀρθίαν μόνον, ἀλλὰ καὶ Λυγοδέσμαν τὴν αὐτὴν ὅτι ἐν θάμνῳ λύγων εὑρέθη
περιειληθεῖσα δὲ ἡ λύγος ἐποίησε τὸ ἄγαλμα ὀρθόν», Παυσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύγος «λυγαριά» + δεσμός (< δέω)].