διασκεδασμός: Difference between revisions

From LSJ

Σοφὸς γὰρ οὐδείς, ὃς τὰ πάντα προσκοπεῖ → Omnia vel sapiens nemo est, qui prospexerit → Denn keinen Weisen gibt's, der alles sieht vorher

Menander, Monostichoi, 486
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=diaskedasmo/s
|Beta Code=diaskedasmo/s
|Definition=ὁ, [[scattering]], Hsch. [[sub verbo|s.v.]] [[φαραά]].
|Definition=ὁ, [[scattering]], Hsch. [[sub verbo|s.v.]] [[φαραά]].
}}
{{DGE
|dgtxt=-οῦ, ὁ<br />[[dispersión]] Eus.<i>Is</i>.6.12, M.23.684C<br /><b class="num">•</b>[[eliminación]], [[acción de disipar]] ὁμονοίας Ephr.Syr.1.11E.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''διασκεδασμός''': ὁ, [[διασκορπισμός]], [[διασπορά]], Ἡσύχ. ἐν λ. [[φαραά]]· ‒ [[διασκεδαστής]], οῦ, ὁ, ὁ διασκορπίζων, Φίλων 1. 89· ‒ διασκεδαστικός, ή, όν, [[ἐπιτήδειος]] εἰς διασκόρπισιν ἢ βοηθῶν εἰς τὴν πέψιν, χωνευτικός, Διοσκ. 3. 94., 5. 133· ‒ διασκεδαστός, ή, όν, διεσκορπισμένος, Κλήμ. Ἀλ.
|lstext='''διασκεδασμός''': ὁ, [[διασκορπισμός]], [[διασπορά]], Ἡσύχ. ἐν λ. [[φαραά]]· ‒ [[διασκεδαστής]], οῦ, ὁ, ὁ διασκορπίζων, Φίλων 1. 89· ‒ διασκεδαστικός, ή, όν, [[ἐπιτήδειος]] εἰς διασκόρπισιν ἢ βοηθῶν εἰς τὴν πέψιν, χωνευτικός, Διοσκ. 3. 94., 5. 133· ‒ διασκεδαστός, ή, όν, διεσκορπισμένος, Κλήμ. Ἀλ.
}}
{{DGE
|dgtxt=-οῦ, ὁ<br />[[dispersión]] Eus.<i>Is</i>.6.12, M.23.684C<br /><b class="num">•</b>[[eliminación]], [[acción de disipar]] ὁμονοίας Ephr.Syr.1.11E.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (AM [[διασκεδασμός]])<br /><b>1.</b> [[διασπορά]], [[διασκορπισμός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>(οπτ.)</b> «[[διασκεδασμός]] του φωτός» — [[ανάλυση]] του λευκού φωτός σε ακτινοβολίες άλλων χρωμάτων.
|mltxt=ο (AM [[διασκεδασμός]])<br /><b>1.</b> [[διασπορά]], [[διασκορπισμός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>(οπτ.)</b> «[[διασκεδασμός]] του φωτός» — [[ανάλυση]] του λευκού φωτός σε ακτινοβολίες άλλων χρωμάτων.
}}
}}

Revision as of 11:00, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διασκεδασμός Medium diacritics: διασκεδασμός Low diacritics: διασκεδασμός Capitals: ΔΙΑΣΚΕΔΑΣΜΟΣ
Transliteration A: diaskedasmós Transliteration B: diaskedasmos Transliteration C: diaskedasmos Beta Code: diaskedasmo/s

English (LSJ)

ὁ, scattering, Hsch. s.v. φαραά.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
dispersión Eus.Is.6.12, M.23.684C
eliminación, acción de disipar ὁμονοίας Ephr.Syr.1.11E.

German (Pape)

[Seite 602] ὁ, Zerstreuung, LXX.

Greek (Liddell-Scott)

διασκεδασμός: ὁ, διασκορπισμός, διασπορά, Ἡσύχ. ἐν λ. φαραά· ‒ διασκεδαστής, οῦ, ὁ, ὁ διασκορπίζων, Φίλων 1. 89· ‒ διασκεδαστικός, ή, όν, ἐπιτήδειος εἰς διασκόρπισιν ἢ βοηθῶν εἰς τὴν πέψιν, χωνευτικός, Διοσκ. 3. 94., 5. 133· ‒ διασκεδαστός, ή, όν, διεσκορπισμένος, Κλήμ. Ἀλ.

Greek Monolingual

ο (AM διασκεδασμός)
1. διασπορά, διασκορπισμός
νεοελλ.
(οπτ.) «διασκεδασμός του φωτός» — ανάλυση του λευκού φωτός σε ακτινοβολίες άλλων χρωμάτων.