γωνιάζω: Difference between revisions

From LSJ

Ἢ μὴ ποίει τὸ κρυπτὸν ἢ μόνος ποίει → Aut occulendum nil patra, aut solus patra → Tu nichts Verborgnes oder tue es allein

Menander, Monostichoi, 225
(8)
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=goniazo
|Transliteration C=goniazo
|Beta Code=gwnia/zw
|Beta Code=gwnia/zw
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">place at an angle</b>, Porph. <b class="b2">inCat</b>.132.31.</span>
|Definition=[[place at an angle]], Porph. [[inCat]].132.31.
}}
{{DGE
|dgtxt=[[colocar en ángulo]] γραμμῶν ... γωνιασθεισῶν πρὸς ἀλλήλας Porph.<i>in Cat</i>.132.31.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''γωνιάζω''': εἰς γωνίαν [[σχηματίζω]], Ἡρῳδ. Ἐπιμ. 17.
|lstext='''γωνιάζω''': εἰς γωνίαν [[σχηματίζω]], Ἡρῳδ. Ἐπιμ. 17.
}}
{{DGE
|dgtxt=[[colocar en ángulo]] γραμμῶν ... γωνιασθεισῶν πρὸς ἀλλήλας Porph.<i>in Cat</i>.132.31.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[γωνιάζω]]) [[γωνία]]<br />[[δίνω]] σε ένα [[αντικείμενο]] [[μορφή]] γωνίας<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[κρύβω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[πελεκώ]] με τέτοιο τρόπο ώστε οι δύο πλευρές του αντικειμένου να αποτελέσουν δίεδρη [[γωνία]]<br /><b>2.</b> [[δοκιμάζω]] με τη [[γωνιά]] (με το [[αλφάδι]]).
|mltxt=(AM [[γωνιάζω]]) [[γωνία]]<br />[[δίνω]] σε ένα [[αντικείμενο]] [[μορφή]] γωνίας<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[κρύβω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[πελεκώ]] με τέτοιο τρόπο ώστε οι δύο πλευρές του αντικειμένου να αποτελέσουν δίεδρη [[γωνία]]<br /><b>2.</b> [[δοκιμάζω]] με τη [[γωνιά]] (με το [[αλφάδι]]).
}}
}}

Latest revision as of 11:50, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γωνιάζω Medium diacritics: γωνιάζω Low diacritics: γωνιάζω Capitals: ΓΩΝΙΑΖΩ
Transliteration A: gōniázō Transliteration B: gōniazō Transliteration C: goniazo Beta Code: gwnia/zw

English (LSJ)

place at an angle, Porph. inCat.132.31.

Spanish (DGE)

colocar en ángulo γραμμῶν ... γωνιασθεισῶν πρὸς ἀλλήλας Porph.in Cat.132.31.

Greek (Liddell-Scott)

γωνιάζω: εἰς γωνίαν σχηματίζω, Ἡρῳδ. Ἐπιμ. 17.

Greek Monolingual

(AM γωνιάζω) γωνία
δίνω σε ένα αντικείμενο μορφή γωνίας
μσν.- νεοελλ.
κρύβω
νεοελλ.
1. πελεκώ με τέτοιο τρόπο ώστε οι δύο πλευρές του αντικειμένου να αποτελέσουν δίεδρη γωνία
2. δοκιμάζω με τη γωνιά (με το αλφάδι).