ἀδικητέον: Difference between revisions

From LSJ

Ἐξ ἡδονῆς γὰρ φύεται τὸ δυστυχεῖν → Nempe est voluptas mater infortunii → Denn aus der Lust erwächst des Unheils Missgeschick

Menander, Monostichoi, 184
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=a)dikhte/on
|Beta Code=a)dikhte/on
|Definition=[[one ought to do wrong]], <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span>365e</span>; φαμὲν ἑκόντας ἀ. εἶναι <span class="bibl">Id.<span class="title">Cri.</span>49a</span>.
|Definition=[[one ought to do wrong]], <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span>365e</span>; φαμὲν ἑκόντας ἀ. εἶναι <span class="bibl">Id.<span class="title">Cri.</span>49a</span>.
}}
{{DGE
|dgtxt=[[hay que cometer una injusticia]] εἰ δ' οὖν πειστέον, [[ἀδικητέον]] Pl.<i>R</i>.365e, οὐδενὶ τρόπῳ φαμὲν ... [[ἀδικητέον]] εἶναι Pl.<i>Cri</i>.49a.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀδικητέον''': ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ [[ἀδικέω]] = πρέπει τις νὰ πράττῃ ἀδικίαν, Πλάτ. Πολ. 365 Ε˙ φαμὲν ἑκόντας ἀδ. [[εἶναι]], ὁ αὐτ. Κρίτων 49Α.
|lstext='''ἀδικητέον''': ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ [[ἀδικέω]] = πρέπει τις νὰ πράττῃ ἀδικίαν, Πλάτ. Πολ. 365 Ε˙ φαμὲν ἑκόντας ἀδ. [[εἶναι]], ὁ αὐτ. Κρίτων 49Α.
}}
{{DGE
|dgtxt=[[hay que cometer una injusticia]] εἰ δ' οὖν πειστέον, [[ἀδικητέον]] Pl.<i>R</i>.365e, οὐδενὶ τρόπῳ φαμὲν ... [[ἀδικητέον]] εἶναι Pl.<i>Cri</i>.49a.
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀδικητέον:''' ρημ. επίθ. του [[ἀδικέω]], [[κάτι]] που πρέπει να διαπραχθεῖ ως [[αδικία]], σε Πλάτ.
|lsmtext='''ἀδικητέον:''' ρημ. επίθ. του [[ἀδικέω]], [[κάτι]] που πρέπει να διαπραχθεῖ ως [[αδικία]], σε Πλάτ.
}}
}}

Revision as of 12:35, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀδικητέον Medium diacritics: ἀδικητέον Low diacritics: αδικητέον Capitals: ΑΔΙΚΗΤΕΟΝ
Transliteration A: adikētéon Transliteration B: adikēteon Transliteration C: adikiteon Beta Code: a)dikhte/on

English (LSJ)

one ought to do wrong, Pl.R.365e; φαμὲν ἑκόντας ἀ. εἶναι Id.Cri.49a.

Spanish (DGE)

hay que cometer una injusticia εἰ δ' οὖν πειστέον, ἀδικητέον Pl.R.365e, οὐδενὶ τρόπῳ φαμὲν ... ἀδικητέον εἶναι Pl.Cri.49a.

Greek (Liddell-Scott)

ἀδικητέον: ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ ἀδικέω = πρέπει τις νὰ πράττῃ ἀδικίαν, Πλάτ. Πολ. 365 Ε˙ φαμὲν ἑκόντας ἀδ. εἶναι, ὁ αὐτ. Κρίτων 49Α.

Greek Monotonic

ἀδικητέον: ρημ. επίθ. του ἀδικέω, κάτι που πρέπει να διαπραχθεῖ ως αδικία, σε Πλάτ.