ἀναγραπτέον: Difference between revisions
From LSJ
ἐν δὲ μηνὸς πρῶτον τύχεν ἆμαρ → it chanced to be on the first of the month, that day fell on the first of the month
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=a)nagrapte/on | |Beta Code=a)nagrapte/on | ||
|Definition=[[one must inscribe]], εὐεργέτην ἀ. τινά <span class="bibl">Luc.<span class="title">DMort.</span> 30.2</span>; generally, [[one must count among]], <span class="bibl">Ph.1.299</span>. | |Definition=[[one must inscribe]], εὐεργέτην ἀ. τινά <span class="bibl">Luc.<span class="title">DMort.</span> 30.2</span>; generally, [[one must count among]], <span class="bibl">Ph.1.299</span>. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=[[hay que inscribir]] τίνα εὐεργέτην ἀ.; Luc.<i>DMort</i>.30.2<br /><b class="num">•</b>[[hay que considerar]] ὧν ἕνα καὶ τὸν Βαλααμ ἀ. Ph.1.299. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀναγραπτέον''': ῥημ. ἐπίθ. τοῦ [[ἀναγράφω]], δεῖ ἀναγράφειν, εὐεργέτην ἀναγρ. τινὰ Λουκ. Νεκρ. Δ. 30. 2. ΙΙ. ἀναγραπτέος, α, ον, Εὐσ. περὶ τῶν ἐν Παλαιστ. μαρτυρησάντων 13, ἐν τέλ. | |lstext='''ἀναγραπτέον''': ῥημ. ἐπίθ. τοῦ [[ἀναγράφω]], δεῖ ἀναγράφειν, εὐεργέτην ἀναγρ. τινὰ Λουκ. Νεκρ. Δ. 30. 2. ΙΙ. ἀναγραπτέος, α, ον, Εὐσ. περὶ τῶν ἐν Παλαιστ. μαρτυρησάντων 13, ἐν τέλ. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀναγραπτέον:''' ρημ. επίθ. του [[ἀναγράφω]], αυτό που πρέπει να αναγράφει, <i>εὐεργέτην ἀν. τινά</i>, σε Λουκ. | |lsmtext='''ἀναγραπτέον:''' ρημ. επίθ. του [[ἀναγράφω]], αυτό που πρέπει να αναγράφει, <i>εὐεργέτην ἀν. τινά</i>, σε Λουκ. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:07, 1 October 2022
English (LSJ)
one must inscribe, εὐεργέτην ἀ. τινά Luc.DMort. 30.2; generally, one must count among, Ph.1.299.
Spanish (DGE)
hay que inscribir τίνα εὐεργέτην ἀ.; Luc.DMort.30.2
•hay que considerar ὧν ἕνα καὶ τὸν Βαλααμ ἀ. Ph.1.299.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναγραπτέον: ῥημ. ἐπίθ. τοῦ ἀναγράφω, δεῖ ἀναγράφειν, εὐεργέτην ἀναγρ. τινὰ Λουκ. Νεκρ. Δ. 30. 2. ΙΙ. ἀναγραπτέος, α, ον, Εὐσ. περὶ τῶν ἐν Παλαιστ. μαρτυρησάντων 13, ἐν τέλ.
Greek Monotonic
ἀναγραπτέον: ρημ. επίθ. του ἀναγράφω, αυτό που πρέπει να αναγράφει, εὐεργέτην ἀν. τινά, σε Λουκ.