ἀνελάττωτος: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=a)nela/ttwtos | |Beta Code=a)nela/ttwtos | ||
|Definition=ον, [[undiminished]], <span class="bibl">Procl.<span class="title">in Alc.</span>p.16C.</span> Adv. -τως <span class="bibl">Id.<span class="title">Inst.</span>27</span>. | |Definition=ον, [[undiminished]], <span class="bibl">Procl.<span class="title">in Alc.</span>p.16C.</span> Adv. -τως <span class="bibl">Id.<span class="title">Inst.</span>27</span>. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[no disminuido]] τῆς ἐνεργείας [[εἶδος]] Procl.<i>in Alc</i>.16.4.<br /><b class="num">2</b> adv. -ως [[sin disminución]] τὰ δεύτερα ὑφίστησιν ἀκινήτως καὶ ἀνελαττώτως produce los efectos secundarios sin movimiento ni disminución</i> Procl.<i>Inst</i>.27. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀνελάττωτος''': -ον, ὁ μὴ ἐλαττούμενος, ὁ μὴ ἐλαττωθείς, Πρόκλ. εἰς Ἀλκ. 1, κεφ. 7, σ. 76. - Ἐπίρρ. -τως, Βυζ. | |lstext='''ἀνελάττωτος''': -ον, ὁ μὴ ἐλαττούμενος, ὁ μὴ ἐλαττωθείς, Πρόκλ. εἰς Ἀλκ. 1, κεφ. 7, σ. 76. - Ἐπίρρ. -τως, Βυζ. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀνελάττωτος]], -ον)<br />[[εκείνος]] που δεν έχει ή δεν [[είναι]] δυνατόν να ελαττωθεί, ο [[αμείωτος]]. | |mltxt=-η, -ο (Α [[ἀνελάττωτος]], -ον)<br />[[εκείνος]] που δεν έχει ή δεν [[είναι]] δυνατόν να ελαττωθεί, ο [[αμείωτος]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:15, 1 October 2022
English (LSJ)
ον, undiminished, Procl.in Alc.p.16C. Adv. -τως Id.Inst.27.
Spanish (DGE)
-ον
1 no disminuido τῆς ἐνεργείας εἶδος Procl.in Alc.16.4.
2 adv. -ως sin disminución τὰ δεύτερα ὑφίστησιν ἀκινήτως καὶ ἀνελαττώτως produce los efectos secundarios sin movimiento ni disminución Procl.Inst.27.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνελάττωτος: -ον, ὁ μὴ ἐλαττούμενος, ὁ μὴ ἐλαττωθείς, Πρόκλ. εἰς Ἀλκ. 1, κεφ. 7, σ. 76. - Ἐπίρρ. -τως, Βυζ.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀνελάττωτος, -ον)
εκείνος που δεν έχει ή δεν είναι δυνατόν να ελαττωθεί, ο αμείωτος.