ἀνηλεγής: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=a)nhlegh/s | |Beta Code=a)nhlegh/s | ||
|Definition=ές, [[unconcerned]], [[reckless]], πόλεμος <span class="bibl">Q.S.2.75</span>: neut. in Hsch. Adv. -έως <span class="bibl">Q.S.2.414</span>. | |Definition=ές, [[unconcerned]], [[reckless]], πόλεμος <span class="bibl">Q.S.2.75</span>: neut. in Hsch. Adv. -έως <span class="bibl">Q.S.2.414</span>. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ές<br /><b class="num">1</b> [[que no tiene consideración]], [[cruel]] πόλεμος Q.S.2.75, ἀνηλεγές· ἀφρόντιστον Hsch.<br /><b class="num">2</b> adv. -έως [[sin consideración]], [[cruelmente]] τίπτε σὺ Τρῶας ἀνηλεγέως ὀλέεσκες; Q.S.2.414, νίσσετ' ἀνηλεγέως u.l. en Hdn.1.79.23. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀνηλεγής''': -ές, [[ὠμόφρων]], [[σκληρός]], ἀνηλεγέος πολέμοιο, Κόϊντ. Σμυρ. 2. 75· καθ’ Ἡσύχ. «ἀνηλεγές· ἀφρόντιστον». - Ἐπίρρ. -έως Κόϊντ. Σμυρ. 2. 414· πρβλ. ἀπηλεγής, [[ἀπηλεγέως]]. | |lstext='''ἀνηλεγής''': -ές, [[ὠμόφρων]], [[σκληρός]], ἀνηλεγέος πολέμοιο, Κόϊντ. Σμυρ. 2. 75· καθ’ Ἡσύχ. «ἀνηλεγές· ἀφρόντιστον». - Ἐπίρρ. -έως Κόϊντ. Σμυρ. 2. 414· πρβλ. ἀπηλεγής, [[ἀπηλεγέως]]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀνηλεγής]], -ές (Α)<br />[[άπονος]], [[σκληρός]]. | |mltxt=[[ἀνηλεγής]], -ές (Α)<br />[[άπονος]], [[σκληρός]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:15, 1 October 2022
English (LSJ)
ές, unconcerned, reckless, πόλεμος Q.S.2.75: neut. in Hsch. Adv. -έως Q.S.2.414.
Spanish (DGE)
-ές
1 que no tiene consideración, cruel πόλεμος Q.S.2.75, ἀνηλεγές· ἀφρόντιστον Hsch.
2 adv. -έως sin consideración, cruelmente τίπτε σὺ Τρῶας ἀνηλεγέως ὀλέεσκες; Q.S.2.414, νίσσετ' ἀνηλεγέως u.l. en Hdn.1.79.23.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνηλεγής: -ές, ὠμόφρων, σκληρός, ἀνηλεγέος πολέμοιο, Κόϊντ. Σμυρ. 2. 75· καθ’ Ἡσύχ. «ἀνηλεγές· ἀφρόντιστον». - Ἐπίρρ. -έως Κόϊντ. Σμυρ. 2. 414· πρβλ. ἀπηλεγής, ἀπηλεγέως.