ἀντιδιαίρεσις: Difference between revisions
Ὕπνος πέφυκε σωμάτων σωτηρία → Incolumitas est corporis nostri sopor → Der rechte Weg ist zur Gesunderhaltung Schlaf
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=a)ntidiai/resis | |Beta Code=a)ntidiai/resis | ||
|Definition=εως, ἡ, in Logic, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[division by dichotomy]], <span class="bibl">Plot.4.4.28</span>, <span class="bibl">6.3.10</span>, <span class="bibl">D.L.7.61</span>, <span class="bibl">Iamb.<span class="title">Myst.</span>1.15</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> in Surgery, [[counterincision]], <span class="bibl">Paul.Aeg.4.48</span>.</span> | |Definition=εως, ἡ, in Logic, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[division by dichotomy]], <span class="bibl">Plot.4.4.28</span>, <span class="bibl">6.3.10</span>, <span class="bibl">D.L.7.61</span>, <span class="bibl">Iamb.<span class="title">Myst.</span>1.15</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> in Surgery, [[counterincision]], <span class="bibl">Paul.Aeg.4.48</span>.</span> | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-εως, ἡ<br /><b class="num">1</b> lóg. [[división en dicotomías]] ἀ. δέ ἐστι γένους εἰς [[εἶδος]] τομὴ κατὰ τοὐναντίον Diog.Bab.<i>Stoic</i>.3.215, cf. D.L.7.61, Plot.4.4.28, 6.3.10, Iambl.<i>Myst</i>.1.15.<br /><b class="num">2</b> cirug. [[incisión]] o [[corte]] opuesto a otro ya existente, Gal.1.386, 11.128, Paul.Aeg.4.48.1. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 18: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀντιδιαίρεσις''': -εως, ἡ, ἐν τῇ λογικῇ, ἡ κατ’ ἐναντίωσιν [[διαίρεσις]], [[ὑποδιαίρεσις]], ἀντιδιαίρεσίς ἐστι γένους εἰς [[εἶδος]] τομὴ κατὰ [[τοὐναντίον]], ὡς ἂν κατ’ ἀπόφασιν, [[οἷον]] ‘τῶν ὄντων τὰ μέν ἐστιν ἀγαθὰ τὰ δὲ οὐκ ἀγαθὰ’ Διογ. Λ. 7. 61, Πλωτῖν. 4. 4, 28., 6. 3, 10. | |lstext='''ἀντιδιαίρεσις''': -εως, ἡ, ἐν τῇ λογικῇ, ἡ κατ’ ἐναντίωσιν [[διαίρεσις]], [[ὑποδιαίρεσις]], ἀντιδιαίρεσίς ἐστι γένους εἰς [[εἶδος]] τομὴ κατὰ [[τοὐναντίον]], ὡς ἂν κατ’ ἀπόφασιν, [[οἷον]] ‘τῶν ὄντων τὰ μέν ἐστιν ἀγαθὰ τὰ δὲ οὐκ ἀγαθὰ’ Διογ. Λ. 7. 61, Πλωτῖν. 4. 4, 28., 6. 3, 10. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 13:25, 1 October 2022
English (LSJ)
εως, ἡ, in Logic, A division by dichotomy, Plot.4.4.28, 6.3.10, D.L.7.61, Iamb.Myst.1.15. II in Surgery, counterincision, Paul.Aeg.4.48.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
1 lóg. división en dicotomías ἀ. δέ ἐστι γένους εἰς εἶδος τομὴ κατὰ τοὐναντίον Diog.Bab.Stoic.3.215, cf. D.L.7.61, Plot.4.4.28, 6.3.10, Iambl.Myst.1.15.
2 cirug. incisión o corte opuesto a otro ya existente, Gal.1.386, 11.128, Paul.Aeg.4.48.1.
German (Pape)
[Seite 251] ἡ, Gegenabtheilung, Galen.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντιδιαίρεσις: -εως, ἡ, ἐν τῇ λογικῇ, ἡ κατ’ ἐναντίωσιν διαίρεσις, ὑποδιαίρεσις, ἀντιδιαίρεσίς ἐστι γένους εἰς εἶδος τομὴ κατὰ τοὐναντίον, ὡς ἂν κατ’ ἀπόφασιν, οἷον ‘τῶν ὄντων τὰ μέν ἐστιν ἀγαθὰ τὰ δὲ οὐκ ἀγαθὰ’ Διογ. Λ. 7. 61, Πλωτῖν. 4. 4, 28., 6. 3, 10.
Greek Monolingual
ἀντιδιαίρεσις, η (Α)
(Λογ.) διχοτομική υποδιαίρεση έννοιας γένους σε δύο έννοιες είδους αντιφατικά αντίθετες (π.χ., από τα όντα είναι άλλα αγαθά και άλλα μη αγαθά).
Russian (Dvoretsky)
ἀντιδιαίρεσις: εως ἡ лог. разделение, противопоставление, различение Diog. L.