ἀνθρακεία: Difference between revisions

From LSJ

Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=a)nqrakei/a
|Beta Code=a)nqrakei/a
|Definition=ἡ, [[making of charcoal]], <span class="bibl">Thphr.<span class="title">HP</span>3.8.7</span>.
|Definition=ἡ, [[making of charcoal]], <span class="bibl">Thphr.<span class="title">HP</span>3.8.7</span>.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ας, ἡ<br />[[carboneo]] τὰ ξύλα ... μοχθηρὰ δὲ καὶ εἰς καῦσιν καὶ εἰς ἀνθρακείαν Thphr.<i>HP</i> 3.8.7.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνθρᾰκεία''': ἡ, κατασκευὴ ἀνθράκων, μοχθηρὰ καὶ εἰς καῦσιν καὶ εἰς ἀνθρακείαν Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 3. 8, 7.
|lstext='''ἀνθρᾰκεία''': ἡ, κατασκευὴ ἀνθράκων, μοχθηρὰ καὶ εἰς καῦσιν καὶ εἰς ἀνθρακείαν Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 3. 8, 7.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ας, ἡ<br />[[carboneo]] τὰ ξύλα ... μοχθηρὰ δὲ καὶ εἰς καῦσιν καὶ εἰς ἀνθρακείαν Thphr.<i>HP</i> 3.8.7.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Α [[ἀνθρακεία]])<br />[[ανθρακεύς]]<br />η [[κατασκευή]] ξυλανθράκων<br /><b>νεοελλ.</b><br />το [[κόψιμο]] ξύλων για την [[κατασκευή]] ξυλανθράκων.
|mltxt=η (Α [[ἀνθρακεία]])<br />[[ανθρακεύς]]<br />η [[κατασκευή]] ξυλανθράκων<br /><b>νεοελλ.</b><br />το [[κόψιμο]] ξύλων για την [[κατασκευή]] ξυλανθράκων.
}}
}}

Revision as of 13:30, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνθρᾰκεία Medium diacritics: ἀνθρακεία Low diacritics: ανθρακεία Capitals: ΑΝΘΡΑΚΕΙΑ
Transliteration A: anthrakeía Transliteration B: anthrakeia Transliteration C: anthrakeia Beta Code: a)nqrakei/a

English (LSJ)

ἡ, making of charcoal, Thphr.HP3.8.7.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
carboneo τὰ ξύλα ... μοχθηρὰ δὲ καὶ εἰς καῦσιν καὶ εἰς ἀνθρακείαν Thphr.HP 3.8.7.

German (Pape)

[Seite 233] ἡ, das Kohlenbrennen, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνθρᾰκεία: ἡ, κατασκευὴ ἀνθράκων, μοχθηρὰ καὶ εἰς καῦσιν καὶ εἰς ἀνθρακείαν Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 3. 8, 7.

Greek Monolingual

η (Α ἀνθρακεία)
ανθρακεύς
η κατασκευή ξυλανθράκων
νεοελλ.
το κόψιμο ξύλων για την κατασκευή ξυλανθράκων.