ἀνθρακεία

From LSJ

νῆα μὲν οἵ γε μέλαιναν ἐπ' ἠπείροιο ἔρυσσαν ὑψοῦ ἐπὶ ψαμάθοις, ὑπὸ δ' ἕρματα μακρὰ τάνυσσαν → they pushed the black ship up over the sand onto dry land and placed long beams under her

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνθρᾰκεία Medium diacritics: ἀνθρακεία Low diacritics: ανθρακεία Capitals: ΑΝΘΡΑΚΕΙΑ
Transliteration A: anthrakeía Transliteration B: anthrakeia Transliteration C: anthrakeia Beta Code: a)nqrakei/a

English (LSJ)

ἡ, making of charcoal, Thphr. HP 3.8.7.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
carboneo τὰ ξύλα ... μοχθηρὰ δὲ καὶ εἰς καῦσιν καὶ εἰς ἀνθρακείαν Thphr.HP 3.8.7.

German (Pape)

[Seite 233] ἡ, das Kohlenbrennen, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνθρᾰκεία: ἡ, κατασκευὴ ἀνθράκων, μοχθηρὰ καὶ εἰς καῦσιν καὶ εἰς ἀνθρακείαν Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 3. 8, 7.

Greek Monolingual

η (Α ἀνθρακεία)
ανθρακεύς
η κατασκευή ξυλανθράκων
νεοελλ.
το κόψιμο ξύλων για την κατασκευή ξυλανθράκων.