ἀποδειδίσσομαι: Difference between revisions
From LSJ
ἡγούμενος τῶν ἡδονῶν ἀλλ' οὐκ ἀγόμενος ὑπ' αὐτῶν → of his pleasures he was the master and not their servant
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=a)podeidi/ssomai | |Beta Code=a)podeidi/ssomai | ||
|Definition=[[frighten away]], <span class="bibl">Il.12.52</span> (tm.). | |Definition=[[frighten away]], <span class="bibl">Il.12.52</span> (tm.). | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=[[dar miedo]], [[asustar]] ἀπὸ γὰρ δειδίσσετο τάφρος εὐρεῖ' <i>Il</i>.12.52. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀποδειδίσσομαι''': ἀποθ., προξενῶ φόβον, ἀπὸ γὰρ δειδίσσετο [[τάφρος]] εὐρεῖα, «εἰς [[δέος]] ἦγε καὶ φόβον» (Σχόλ.), Ἰλ. Μ. 52, ἐν τμήσει. | |lstext='''ἀποδειδίσσομαι''': ἀποθ., προξενῶ φόβον, ἀπὸ γὰρ δειδίσσετο [[τάφρος]] εὐρεῖα, «εἰς [[δέος]] ἦγε καὶ φόβον» (Σχόλ.), Ἰλ. Μ. 52, ἐν τμήσει. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 13:45, 1 October 2022
English (LSJ)
frighten away, Il.12.52 (tm.).
Spanish (DGE)
dar miedo, asustar ἀπὸ γὰρ δειδίσσετο τάφρος εὐρεῖ' Il.12.52.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποδειδίσσομαι: ἀποθ., προξενῶ φόβον, ἀπὸ γὰρ δειδίσσετο τάφρος εὐρεῖα, «εἰς δέος ἦγε καὶ φόβον» (Σχόλ.), Ἰλ. Μ. 52, ἐν τμήσει.
Greek Monolingual
ἀποδειδίσσομαι (Α) δειδίσσομαι
εκφοθίζω.
Greek Monotonic
ἀποδειδίσσομαι: γʹ ενικ. Επικ. παρατ. -δειδίσσετο, αποθ., προξενώ φόβο, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
ἀποδειδίσσομαι: отпугивать (Hom. - in tmesi).