ἀπαλλακτέον: Difference between revisions
Δεῖ τοὺς μὲν εἶναι δυστυχεῖς, τοὺς δ' εὐτυχεῖς → Aliis necesse est bene sit, aliis sit male → Die einen trifft das Unglück, andere das Glück
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=a)pallakte/on | |Beta Code=a)pallakte/on | ||
|Definition=<span class="sense"><span class="bld">A</span> [[one must release from]], τινά τινος <span class="bibl">Plu.<span class="title">Cor.</span>32</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[one must remove]], [[make away with]], τι ἐκποδών <span class="bibl">D.H.6.51</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> (from Pass.) [[one must withdraw from]], [[get rid of]], τινός <span class="bibl">Lys.6.8</span>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Phd.</span>66e</span>.</span> | |Definition=<span class="sense"><span class="bld">A</span> [[one must release from]], τινά τινος <span class="bibl">Plu.<span class="title">Cor.</span>32</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[one must remove]], [[make away with]], τι ἐκποδών <span class="bibl">D.H.6.51</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> (from Pass.) [[one must withdraw from]], [[get rid of]], τινός <span class="bibl">Lys.6.8</span>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Phd.</span>66e</span>.</span> | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[hay que librar]] τὰ θεῖα πάσης αἰτίας Plu.<i>Cor</i>.32.<br /><b class="num">2</b> [[hay que quitar]] ἀ. ἡμῖν καὶ ταῦτα τὰ σώματα [[ἐκποδών]] tenemos que desembarazarnos también de estos individuos</i> D.H.6.51.<br /><b class="num">3</b> [[hay que desprenderse de]] τοῦ ἀνδρός Lys.6.8, [[αὐτοῦ]] (del cuerpo), Pl.<i>Phd</i>.66d. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀπαλλακτέον''': ῥηματ. ἐπίθ τοῦ [[ἀπαλλάσσω]], πρέπει τις νὰ ἀπαλλάξῃ τινά τινος Πλούτ. Κορ. 32. 2) πρέπει τις νὰ «ξεκάμῃ» ἀπὸ κἄτι, [[ἀπαλλακτέον]] ἡμῖν καὶ [[ταῦτα]] τὰ σώματα ἐκποδὼν Διον. Ἁλ. 6. 51. ΙΙ. (ἐκ τοῦ παθ.) πρέπει τις νὰ ἀποχωρήσῃ, ν᾿ ἀπαλλαχθῇ, τινὸς Λυσ. 104. 4, Πλάτ. Φαίδων 66D. | |lstext='''ἀπαλλακτέον''': ῥηματ. ἐπίθ τοῦ [[ἀπαλλάσσω]], πρέπει τις νὰ ἀπαλλάξῃ τινά τινος Πλούτ. Κορ. 32. 2) πρέπει τις νὰ «ξεκάμῃ» ἀπὸ κἄτι, [[ἀπαλλακτέον]] ἡμῖν καὶ [[ταῦτα]] τὰ σώματα ἐκποδὼν Διον. Ἁλ. 6. 51. ΙΙ. (ἐκ τοῦ παθ.) πρέπει τις νὰ ἀποχωρήσῃ, ν᾿ ἀπαλλαχθῇ, τινὸς Λυσ. 104. 4, Πλάτ. Φαίδων 66D. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀπαλλακτέον:''' ρημ. επίθ. του [[ἀπαλλάσσω]],<br /><b class="num">I.</b> αυτό που πρέπει [[κάποιος]] να απελευθερώσει, να λυτρώσει κάποιον από [[κάτι]], <i>τινάτινος</i>, σε Πλούτ.<br /><b class="num">II.</b> (από τον Παθ. τύπο), αυτό από το οποίο πρέπει [[κάποιος]] να αποσυρθεί, να υποχωρήσει, να γλυτώσει, <i>τινός</i>, σε Πλάτ. | |lsmtext='''ἀπαλλακτέον:''' ρημ. επίθ. του [[ἀπαλλάσσω]],<br /><b class="num">I.</b> αυτό που πρέπει [[κάποιος]] να απελευθερώσει, να λυτρώσει κάποιον από [[κάτι]], <i>τινάτινος</i>, σε Πλούτ.<br /><b class="num">II.</b> (από τον Παθ. τύπο), αυτό από το οποίο πρέπει [[κάποιος]] να αποσυρθεί, να υποχωρήσει, να γλυτώσει, <i>τινός</i>, σε Πλάτ. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:52, 1 October 2022
English (LSJ)
A one must release from, τινά τινος Plu.Cor.32. 2 one must remove, make away with, τι ἐκποδών D.H.6.51. II (from Pass.) one must withdraw from, get rid of, τινός Lys.6.8, Pl.Phd.66e.
Spanish (DGE)
1 hay que librar τὰ θεῖα πάσης αἰτίας Plu.Cor.32.
2 hay que quitar ἀ. ἡμῖν καὶ ταῦτα τὰ σώματα ἐκποδών tenemos que desembarazarnos también de estos individuos D.H.6.51.
3 hay que desprenderse de τοῦ ἀνδρός Lys.6.8, αὐτοῦ (del cuerpo), Pl.Phd.66d.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπαλλακτέον: ῥηματ. ἐπίθ τοῦ ἀπαλλάσσω, πρέπει τις νὰ ἀπαλλάξῃ τινά τινος Πλούτ. Κορ. 32. 2) πρέπει τις νὰ «ξεκάμῃ» ἀπὸ κἄτι, ἀπαλλακτέον ἡμῖν καὶ ταῦτα τὰ σώματα ἐκποδὼν Διον. Ἁλ. 6. 51. ΙΙ. (ἐκ τοῦ παθ.) πρέπει τις νὰ ἀποχωρήσῃ, ν᾿ ἀπαλλαχθῇ, τινὸς Λυσ. 104. 4, Πλάτ. Φαίδων 66D.
Greek Monotonic
ἀπαλλακτέον: ρημ. επίθ. του ἀπαλλάσσω,
I. αυτό που πρέπει κάποιος να απελευθερώσει, να λυτρώσει κάποιον από κάτι, τινάτινος, σε Πλούτ.
II. (από τον Παθ. τύπο), αυτό από το οποίο πρέπει κάποιος να αποσυρθεί, να υποχωρήσει, να γλυτώσει, τινός, σε Πλάτ.