ἀτεραμνώδης: Difference between revisions
From LSJ
τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)
(6) |
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
(4 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ateramnodis | |Transliteration C=ateramnodis | ||
|Beta Code=a)teramnw/dhs | |Beta Code=a)teramnw/dhs | ||
|Definition=ες, | |Definition=ες, [[not to be softened]], ὕδατα Gal.17(2).187. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ες [[duro]] ὕδατα Gal.17(2).187. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 18: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀτεραμνώδης''': -ες, ([[εἶδος]] ὃν δὲν δύναταί τις νὰ μαλακώσῃ, νὰ καταστήσῃ μαλακόν, Γαλην. | |lstext='''ἀτεραμνώδης''': -ες, ([[εἶδος]] ὃν δὲν δύναταί τις νὰ μαλακώσῃ, νὰ καταστήσῃ μαλακόν, Γαλην. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀτεραμνώδης]], -ες (Α)<br />[[εκείνος]] τον οποίο δεν μπορεί [[κανείς]] να μαλακώσει. | |mltxt=[[ἀτεραμνώδης]], -ες (Α)<br />[[εκείνος]] τον οποίο δεν μπορεί [[κανείς]] να μαλακώσει. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:54, 1 October 2022
English (LSJ)
ες, not to be softened, ὕδατα Gal.17(2).187.
Spanish (DGE)
-ες duro ὕδατα Gal.17(2).187.
German (Pape)
[Seite 385] ες, vom Wasser, hart, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀτεραμνώδης: -ες, (εἶδος ὃν δὲν δύναταί τις νὰ μαλακώσῃ, νὰ καταστήσῃ μαλακόν, Γαλην.
Greek Monolingual
ἀτεραμνώδης, -ες (Α)
εκείνος τον οποίο δεν μπορεί κανείς να μαλακώσει.