ἀτεραμνώδης: Difference between revisions

From LSJ

Φίλων τρόπους γίνωσκε, μὴ μίσει δ' ὅλως → Mores amici noveris, non oderis → Erkenne, hasse nicht schlechthin der Freunde Art

Menander, Monostichoi, 535
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ateramnodis
|Transliteration C=ateramnodis
|Beta Code=a)teramnw/dhs
|Beta Code=a)teramnw/dhs
|Definition=ες, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[not to be softened]], ὕδατα Gal.17(2).187.</span>
|Definition=ες, [[not to be softened]], ὕδατα Gal.17(2).187.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ες [[duro]] ὕδατα Gal.17(2).187.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀτεραμνώδης''': -ες, ([[εἶδος]] ὃν δὲν δύναταί τις νὰ μαλακώσῃ, νὰ καταστήσῃ μαλακόν, Γαλην.
|lstext='''ἀτεραμνώδης''': -ες, ([[εἶδος]] ὃν δὲν δύναταί τις νὰ μαλακώσῃ, νὰ καταστήσῃ μαλακόν, Γαλην.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ες [[duro]] ὕδατα Gal.17(2).187.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀτεραμνώδης]], -ες (Α)<br />[[εκείνος]] τον οποίο δεν μπορεί [[κανείς]] να μαλακώσει.
|mltxt=[[ἀτεραμνώδης]], -ες (Α)<br />[[εκείνος]] τον οποίο δεν μπορεί [[κανείς]] να μαλακώσει.
}}
}}

Latest revision as of 14:54, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀτεραμνώδης Medium diacritics: ἀτεραμνώδης Low diacritics: ατεραμνώδης Capitals: ΑΤΕΡΑΜΝΩΔΗΣ
Transliteration A: ateramnṓdēs Transliteration B: ateramnōdēs Transliteration C: ateramnodis Beta Code: a)teramnw/dhs

English (LSJ)

ες, not to be softened, ὕδατα Gal.17(2).187.

Spanish (DGE)

-ες duro ὕδατα Gal.17(2).187.

German (Pape)

[Seite 385] ες, vom Wasser, hart, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀτεραμνώδης: -ες, (εἶδος ὃν δὲν δύναταί τις νὰ μαλακώσῃ, νὰ καταστήσῃ μαλακόν, Γαλην.

Greek Monolingual

ἀτεραμνώδης, -ες (Α)
εκείνος τον οποίο δεν μπορεί κανείς να μαλακώσει.