ἐξανακτίζω: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ κέρδος ἡγοῦ κέρδος, ἂν δίκαιον ᾖ → Lucrum esse lucrum crede, si iustum est lucrumGewinn sei dir Gewinn, wenn er auf Recht beruht

Menander, Monostichoi, 503
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=e)canakti/zw
|Beta Code=e)canakti/zw
|Definition=[[rebuild]], πόλιν <span class="bibl">Tz.<span class="title">H.</span>13.7</span>.
|Definition=[[rebuild]], πόλιν <span class="bibl">Tz.<span class="title">H.</span>13.7</span>.
}}
{{DGE
|dgtxt=[[reconstruir]] πόλιν Tz.<i>H</i>.13.1.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐξανακτίζω''': [[κτίζω]] ἐκ νέου, «’ξανακτίζω», τὴν Σαμαρέων πόλιν ἐξανακτίσας Τζέτζ. Ἱστ. 13. 7.
|lstext='''ἐξανακτίζω''': [[κτίζω]] ἐκ νέου, «’ξανακτίζω», τὴν Σαμαρέων πόλιν ἐξανακτίσας Τζέτζ. Ἱστ. 13. 7.
}}
{{DGE
|dgtxt=[[reconstruir]] πόλιν Tz.<i>H</i>.13.1.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και ξανακτίζω (Μ [[ἐξανακτίζω]])<br />[[κτίζω]] εκ νέου, [[οικοδομώ]] και [[πάλι]], [[κατασκευάζω]] [[κάτι]] («τὴν πόλιν ἐξανακτίσας», Τζέτζ.).
|mltxt=και ξανακτίζω (Μ [[ἐξανακτίζω]])<br />[[κτίζω]] εκ νέου, [[οικοδομώ]] και [[πάλι]], [[κατασκευάζω]] [[κάτι]] («τὴν πόλιν ἐξανακτίσας», Τζέτζ.).
}}
}}

Revision as of 16:05, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξανακτίζω Medium diacritics: ἐξανακτίζω Low diacritics: εξανακτίζω Capitals: ΕΞΑΝΑΚΤΙΖΩ
Transliteration A: exanaktízō Transliteration B: exanaktizō Transliteration C: eksanaktizo Beta Code: e)canakti/zw

English (LSJ)

rebuild, πόλιν Tz.H.13.7.

Spanish (DGE)

reconstruir πόλιν Tz.H.13.1.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξανακτίζω: κτίζω ἐκ νέου, «’ξανακτίζω», τὴν Σαμαρέων πόλιν ἐξανακτίσας Τζέτζ. Ἱστ. 13. 7.

Greek Monolingual

και ξανακτίζω (Μ ἐξανακτίζω)
κτίζω εκ νέου, οικοδομώ και πάλι, κατασκευάζω κάτι («τὴν πόλιν ἐξανακτίσας», Τζέτζ.).