ἑξαδικός: Difference between revisions

From LSJ

τεκμαιρόμενοι προκατηγορίας οὐ προγεγενημένης → deducing from the fact that there was no previous accusation

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=e(cadiko/s
|Beta Code=e(cadiko/s
|Definition=ή, όν, (ἑξάς) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[consisting of six]] or [[sixes]], εἰδοποίησις <span class="title">Theol.Ar.</span>34. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[sixfold]], <span class="bibl">Dam.<span class="title">Pr.</span>264</span>.</span>
|Definition=ή, όν, (ἑξάς) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[consisting of six]] or [[sixes]], εἰδοποίησις <span class="title">Theol.Ar.</span>34. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[sixfold]], <span class="bibl">Dam.<span class="title">Pr.</span>264</span>.</span>
}}
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν<br />mat. [[cuya esencia es la [[ἑξάς]] o héxada]], [[séxtuple]] ἡ τοῦ δημιουργήσαντος θεοῦ ἀρετὴ ἑ. ... ἐνομίσθη Anatolius en <i>Theol.Ar</i>.38, cf. 34, Dam.<i>in Prm</i>.264.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἑξαδικός''': -όν, (ἑξάς), συνιστάμενος ἐξ ἓξ ἢ ἐξ ἑξάδων, Θεολ. Ἀριθμ. 34. 41.
|lstext='''ἑξαδικός''': -όν, (ἑξάς), συνιστάμενος ἐξ ἓξ ἢ ἐξ ἑξάδων, Θεολ. Ἀριθμ. 34. 41.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν<br />mat. [[cuya esencia es la [[ἑξάς]] o héxada]], [[séxtuple]] ἡ τοῦ δημιουργήσαντος θεοῦ ἀρετὴ ἑ. ... ἐνομίσθη Anatolius en <i>Theol.Ar</i>.38, cf. 34, Dam.<i>in Prm</i>.264.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ἑξαδικός]], -ή, -όν) [[εξάς]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που έχει ως [[βάση]] την [[εξάδα]] («εξαδικό [[σύστημα]] μετρήσεως»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που αναφέρεται στον αριθμό έξι, αποτελείται από έξι μονάδες ή εξάδες<br /><b>2.</b> [[εξαπλάσιος]].
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ἑξαδικός]], -ή, -όν) [[εξάς]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που έχει ως [[βάση]] την [[εξάδα]] («εξαδικό [[σύστημα]] μετρήσεως»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που αναφέρεται στον αριθμό έξι, αποτελείται από έξι μονάδες ή εξάδες<br /><b>2.</b> [[εξαπλάσιος]].
}}
}}

Revision as of 16:10, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑξᾰδικός Medium diacritics: ἑξαδικός Low diacritics: εξαδικός Capitals: ΕΞΑΔΙΚΟΣ
Transliteration A: hexadikós Transliteration B: hexadikos Transliteration C: eksadikos Beta Code: e(cadiko/s

English (LSJ)

ή, όν, (ἑξάς) A consisting of six or sixes, εἰδοποίησις Theol.Ar.34. 2 sixfold, Dam.Pr.264.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
mat. [[cuya esencia es la ἑξάς o héxada]], séxtuple ἡ τοῦ δημιουργήσαντος θεοῦ ἀρετὴ ἑ. ... ἐνομίσθη Anatolius en Theol.Ar.38, cf. 34, Dam.in Prm.264.

German (Pape)

[Seite 862] die Zahl sechs betreffend, Theolog. ar.

Greek (Liddell-Scott)

ἑξαδικός: -όν, (ἑξάς), συνιστάμενος ἐξ ἓξ ἢ ἐξ ἑξάδων, Θεολ. Ἀριθμ. 34. 41.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἑξαδικός, -ή, -όν) εξάς
νεοελλ.
αυτός που έχει ως βάση την εξάδα («εξαδικό σύστημα μετρήσεως»)
αρχ.
1. αυτός που αναφέρεται στον αριθμό έξι, αποτελείται από έξι μονάδες ή εξάδες
2. εξαπλάσιος.