εἵαται: Difference between revisions
From LSJ
Τὰ μικρὰ κέρδη ζημίας μεγάλας (μείζονας βλάβας) φέρει → Minora noxas lucra maiores ferunt → Die kleinen Ränke tragen große Strafe ein
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=v. [[ἧμαι]]. | |dgtxt=v. [[ἧμαι]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>3ᵉ pl. prés. épq. de</i> [[ἧμαι]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εἵαται''': [[εἵατο]], Ἐπ. γ΄ πληθ. ἐνεστ. καὶ παρατ. τοῦ [[ἧμαι]]: - ἐν Ὀδ. Υ. 106 ὁ Ἀρίσταρχ. ἀνεγίνωσκεν εἴατο (ἤατο Monro), μέσ. [[τύπος]] ἀντὶ τοῦ ἦσαν (παρατ. τοῦ εἰμί). | |lstext='''εἵαται''': [[εἵατο]], Ἐπ. γ΄ πληθ. ἐνεστ. καὶ παρατ. τοῦ [[ἧμαι]]: - ἐν Ὀδ. Υ. 106 ὁ Ἀρίσταρχ. ἀνεγίνωσκεν εἴατο (ἤατο Monro), μέσ. [[τύπος]] ἀντὶ τοῦ ἦσαν (παρατ. τοῦ εἰμί). | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth |
Revision as of 18:30, 1 October 2022
English (LSJ)
εἵατο, Ep. 3pl. pres. and impf. of ἧμαι. II εἴατο, Med. form for ἦσαν (impf. of εἰμί sum), read by Aristarch. in Od.20.106. 2 εἵατο, 3pl. plpf. Med. of ἕννυμι.
Spanish (DGE)
v. ἧμαι.
French (Bailly abrégé)
3ᵉ pl. prés. épq. de ἧμαι.
Greek (Liddell-Scott)
εἵαται: εἵατο, Ἐπ. γ΄ πληθ. ἐνεστ. καὶ παρατ. τοῦ ἧμαι: - ἐν Ὀδ. Υ. 106 ὁ Ἀρίσταρχ. ἀνεγίνωσκεν εἴατο (ἤατο Monro), μέσ. τύπος ἀντὶ τοῦ ἦσαν (παρατ. τοῦ εἰμί).
English (Autenrieth)
see ἧμαι.
Greek Monotonic
εἵαται: εἵατο, Επικ. αντί ἧνται, ἦντο, γʹ πληθ. ενεστ. και παρατ. του ἧμαι.
Russian (Dvoretsky)
εἵᾰται: = ἕαται.