Θετταλός: Difference between revisions
From LSJ
αὐτὸς γὰρ εὗρε τοῦ κακοῦ τὴν πιτύαν → he asked for trouble
m (Text replacement - "(==Translations==)(?s)(\n)(.*)($)" to "{{trml |trtx=$3 }}") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=*qettalo/s | |Beta Code=*qettalo/s | ||
|Definition=[[Θετταλικός]], etc., Att. for [[Θεσσαλός]]. | |Definition=[[Θετταλικός]], etc., Att. for [[Θεσσαλός]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>att. c.</i> [[Θεσσαλός]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''Θεττᾰλός''': Θετταλικός, κτλ., μεταγεν. Ἀττ. ἀντὶ Θεσσ-. | |lstext='''Θεττᾰλός''': Θετταλικός, κτλ., μεταγεν. Ἀττ. ἀντὶ Θεσσ-. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Latest revision as of 19:20, 1 October 2022
English (LSJ)
Θετταλικός, etc., Att. for Θεσσαλός.
French (Bailly abrégé)
att. c. Θεσσαλός.
Greek (Liddell-Scott)
Θεττᾰλός: Θετταλικός, κτλ., μεταγεν. Ἀττ. ἀντὶ Θεσσ-.
Greek Monolingual
Θετταλός, ὁ (Α)
βλ. Θεσσαλός.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Αττ. τ. του Θεσσαλός].
Greek Monotonic
Θεττᾰλός: Θετταλικός κ.λπ., μεταγεν. Αττ. αντί Θεσσ-.
Translations
French: Thessalien, Thessalienne; German: Thessaler, Thessalerin, Thessalier, Thessalierin; Greek: Θεσσαλός; Ancient Greek: Θεσσαλός, Θετταλός, Πετθαλός, Φετταλός; Portuguese: tessálio, tessaliano, tessálico; Russian: фессалиец, фессалийка