μολόχινος: Difference between revisions
From LSJ
Ἔργων πονηρῶν χεῖρ' ἐλευθέραν ἔχε → Mali facinoris liberam serva manum → Von schlechten Taten halte deine Hände frei
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=molo/xinos | |Beta Code=molo/xinos | ||
|Definition=η, ον, [[made of mallow-fibre]], [[μολόχινα]] (sc. [[ἱμάτια]]), τά, <span class="title">Peripl.M.Rubr.</span>6; <b class="b3">μ. ὀθόνιον, σινδόνες</b>, ib.49, 48; μαφόρια <span class="bibl"><span class="title">Sammelb.</span>7033.39</span> (v A.D.), cf. Isid.<span class="title">Etym.</span>19.22.12; μ. ἔμπλαστρος Androm. ap. Gal.13.490. | |Definition=η, ον, [[made of mallow-fibre]], [[μολόχινα]] (sc. [[ἱμάτια]]), τά, <span class="title">Peripl.M.Rubr.</span>6; <b class="b3">μ. ὀθόνιον, σινδόνες</b>, ib.49, 48; μαφόρια <span class="bibl"><span class="title">Sammelb.</span>7033.39</span> (v A.D.), cf. Isid.<span class="title">Etym.</span>19.22.12; μ. ἔμπλαστρος Androm. ap. Gal.13.490. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=η, ον :<br />fait de fibre de mauve (tissu) ; couleur de mauve (tissu).<br />'''Étymologie:''' [[μολόχιον]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μολόχῐνος''': -η, -ον, ὁ ἔχων τὸ [[χρῶμα]] τῆς μολόχης, μολόχινα (δηλ. ἱμάτια), τά, Ἀρρ. Περίπλ. Ἐρυθρ. Θαλ. 5. | |lstext='''μολόχῐνος''': -η, -ον, ὁ ἔχων τὸ [[χρῶμα]] τῆς μολόχης, μολόχινα (δηλ. ἱμάτια), τά, Ἀρρ. Περίπλ. Ἐρυθρ. Θαλ. 5. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μολόχινος]], -ίνη, -ον (Α) [[μολόχη]]<br /><b>1.</b> αυτός που αποτελείται από ίνες μολόχας ή αυτός που έχει το [[χρώμα]] της μολόχας («μολόχιναι σινδόνες», Περ. Ερ. Θαλ.)<br /><b>2.</b> ο κατασκευασμένος από [[μολόχα]] («[[μολόχινος]] [[ἔμπλαστρος]]», <b>Γαλ.</b>). | |mltxt=[[μολόχινος]], -ίνη, -ον (Α) [[μολόχη]]<br /><b>1.</b> αυτός που αποτελείται από ίνες μολόχας ή αυτός που έχει το [[χρώμα]] της μολόχας («μολόχιναι σινδόνες», Περ. Ερ. Θαλ.)<br /><b>2.</b> ο κατασκευασμένος από [[μολόχα]] («[[μολόχινος]] [[ἔμπλαστρος]]», <b>Γαλ.</b>). | ||
}} | }} |
Revision as of 21:20, 1 October 2022
English (LSJ)
η, ον, made of mallow-fibre, μολόχινα (sc. ἱμάτια), τά, Peripl.M.Rubr.6; μ. ὀθόνιον, σινδόνες, ib.49, 48; μαφόρια Sammelb.7033.39 (v A.D.), cf. Isid.Etym.19.22.12; μ. ἔμπλαστρος Androm. ap. Gal.13.490.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
fait de fibre de mauve (tissu) ; couleur de mauve (tissu).
Étymologie: μολόχιον.
Greek (Liddell-Scott)
μολόχῐνος: -η, -ον, ὁ ἔχων τὸ χρῶμα τῆς μολόχης, μολόχινα (δηλ. ἱμάτια), τά, Ἀρρ. Περίπλ. Ἐρυθρ. Θαλ. 5.
Greek Monolingual
μολόχινος, -ίνη, -ον (Α) μολόχη
1. αυτός που αποτελείται από ίνες μολόχας ή αυτός που έχει το χρώμα της μολόχας («μολόχιναι σινδόνες», Περ. Ερ. Θαλ.)
2. ο κατασκευασμένος από μολόχα («μολόχινος ἔμπλαστρος», Γαλ.).