λεπυρώδης: Difference between revisions

From LSJ

γνοίης ὅσσον ὄνων κρέσσονες ἡμίονοι → you know how much better are donkeys from mules

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0032.png Seite 32]] ες, = [[λεπυριώδης]], von Zwiebelgewächsen, Theophr.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0032.png Seite 32]] ες, = [[λεπυριώδης]], von Zwiebelgewächsen, Theophr.
}}
{{bailly
|btext=ης, ες:<br /><b>1</b> <i>c.</i> [[λεπυριώδης]];<br /><b>2</b> couvert d'écailles.<br />'''Étymologie:''' [[λέπυρον]], -ωδης.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''λεπῠρώδης''': -ες, = [[λεπυριώδης]], Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 6, 7., 9. 9, 6.
|lstext='''λεπῠρώδης''': -ες, = [[λεπυριώδης]], Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 6, 7., 9. 9, 6.
}}
{{bailly
|btext=ης, ες:<br /><b>1</b> <i>c.</i> [[λεπυριώδης]];<br /><b>2</b> couvert d'écailles.<br />'''Étymologie:''' [[λέπυρον]], -ωδης.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ες (Α [[λεπυρώδης]], -ες) αυτός που αποτελείται από [[πολλά]] αλλεπάλληλα λέπυρα.
|mltxt=-ες (Α [[λεπυρώδης]], -ες) αυτός που αποτελείται από [[πολλά]] αλλεπάλληλα λέπυρα.
}}
}}

Revision as of 22:15, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λεπῠρώδης Medium diacritics: λεπυρώδης Low diacritics: λεπυρώδης Capitals: ΛΕΠΥΡΩΔΗΣ
Transliteration A: lepyrṓdēs Transliteration B: lepyrōdēs Transliteration C: lepyrodis Beta Code: lepurw/dhs

English (LSJ)

ες, = λεπυριώδης, Thphr.HP1.6.7.

German (Pape)

[Seite 32] ες, = λεπυριώδης, von Zwiebelgewächsen, Theophr.

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
1 c. λεπυριώδης;
2 couvert d'écailles.
Étymologie: λέπυρον, -ωδης.

Greek (Liddell-Scott)

λεπῠρώδης: -ες, = λεπυριώδης, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 6, 7., 9. 9, 6.

Greek Monolingual

-ες (Α λεπυρώδης, -ες) αυτός που αποτελείται από πολλά αλλεπάλληλα λέπυρα.