κατελεύσομαι: Difference between revisions

From LSJ

Δίκαια δράσας συμμάχους ἕξεις θεούς → Opem tibi deus, iusta si egeris, feret → Gerechtes Handeln schenkt der Götter Beistand dir

Menander, Monostichoi, 126
(2b)
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 1: Line 1:
{{bailly
|btext=v. [[κατέρχομαι]].
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κατελεύσομαι''': κατελθεῖν: μέλλ. καὶ ἀόρ. τοῦ ῥήμ. [[κατέρχομαι]].
|lstext='''κατελεύσομαι''': κατελθεῖν: μέλλ. καὶ ἀόρ. τοῦ ῥήμ. [[κατέρχομαι]].
}}
{{bailly
|btext=v. [[κατέρχομαι]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 22:30, 1 October 2022

French (Bailly abrégé)

v. κατέρχομαι.

Greek (Liddell-Scott)

κατελεύσομαι: κατελθεῖν: μέλλ. καὶ ἀόρ. τοῦ ῥήμ. κατέρχομαι.

Greek Monotonic

κατελεύσομαι: μέλ. του κατέρχομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατελεύσομαι fut. bij κατέρχομαι.

Russian (Dvoretsky)

κατελεύσομαι: fut. к κατέρχομαι.