μεσαμβρίη: Difference between revisions
From LSJ
Οὐ χρὴ φέρειν τὰ πρόσθεν ἐν μνήμῃ κακά → Mala pristina haud oportet ferre in memoria → Du darfst nicht im Gedächtnis tragen früheres Leid
(8) |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
(5 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=mesambri/h | |Beta Code=mesambri/h | ||
|Definition=μεσ-αμβρινός, μεσ-αμέριος, v. μεσημ-. μεσανύκτιον, v. μεσο-. | |Definition=μεσ-αμβρινός, μεσ-αμέριος, v. μεσημ-. μεσανύκτιον, v. μεσο-. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0136.png Seite 136]] ἡ, ion. = [[μεσημβρία]], Her. | |||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ης (ἡ) :<br /><i>ion. c.</i> [[μεσημβρία]]. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''μεσαμβρίη''': μεσαμβρινός, ἴδε ἐν λ. μεσημ-. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μεσαμβρίη]], ἡ (Α)<br /><b>ιων. τ.</b> <b>βλ.</b> [[μεσημβρία]]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''μεσαμβρίη:''' Δωρ. αντί [[μεσημβρία]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 22:45, 1 October 2022
English (LSJ)
μεσ-αμβρινός, μεσ-αμέριος, v. μεσημ-. μεσανύκτιον, v. μεσο-.
German (Pape)
[Seite 136] ἡ, ion. = μεσημβρία, Her.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
ion. c. μεσημβρία.
Greek (Liddell-Scott)
μεσαμβρίη: μεσαμβρινός, ἴδε ἐν λ. μεσημ-.
Greek Monolingual
μεσαμβρίη, ἡ (Α)
ιων. τ. βλ. μεσημβρία.
Greek Monotonic
μεσαμβρίη: Δωρ. αντί μεσημβρία.