νηπιάα: Difference between revisions
Οὐκ ἔστιν αἰσχρὸν ἀγνοοῦντα μανθάνειν → Non est inhonestum ea, quae nescis, discere → nicht schändlich ist's, dass einer lernt, was er nicht weiß
(1ba) |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{bailly | |||
|btext=ας (ἡ) :<br /><i>seul. acc. pl.</i> -ιάας;<br /><i>c.</i> [[νηπιέη]]. | |||
}} | |||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''νηπιάα''': [[νηπιέη]], ἡ, Ἐπικ. [[τύπος]] τοῦ νηπία ([[ὅπερ]] ἀπαντᾷ μόνον παρ’ Ἀναστασ. ἐν τῇ τοῦ Mai Coll. Nov. 7. 241)· ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. μόνον ἐν ἐκτεταμ. Ἐπικ. τύποις· ([[νήπιος]]): -παιδικὴ [[ἡλικία]], [[οἶνον]] ἀποβλύζων ἐν νηπιέῃ ἀλεγεινῇ Ἰλ. Ι. 491 (487): - ἐν τῷ πληθ., παιδαριώδεις τρόποι, ἀνοησίαι, [[οὐδέ]] τί σε χρὴ νηπιάας ὀχέειν Ὀδ. Α. 297· δοτ. πληθ. ὡς ἐπίρρ., ἐπεί... ποιήσῃ ἀθύρματα νηπιέῃσιν, κατὰ παιδικὸν τρόπον, Ἰλ. Ο. 363· ἡγήσατο νηπιέῃσιν, «[[ἤτοι]] νηπιείαις φρεσὶ» (Εὐστ.), Ὀδ. Ω. 469· αἰτ. νηπιέην Ὀππ. Ἁλ. 3. 585. | |lstext='''νηπιάα''': [[νηπιέη]], ἡ, Ἐπικ. [[τύπος]] τοῦ νηπία ([[ὅπερ]] ἀπαντᾷ μόνον παρ’ Ἀναστασ. ἐν τῇ τοῦ Mai Coll. Nov. 7. 241)· ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. μόνον ἐν ἐκτεταμ. Ἐπικ. τύποις· ([[νήπιος]]): -παιδικὴ [[ἡλικία]], [[οἶνον]] ἀποβλύζων ἐν νηπιέῃ ἀλεγεινῇ Ἰλ. Ι. 491 (487): - ἐν τῷ πληθ., παιδαριώδεις τρόποι, ἀνοησίαι, [[οὐδέ]] τί σε χρὴ νηπιάας ὀχέειν Ὀδ. Α. 297· δοτ. πληθ. ὡς ἐπίρρ., ἐπεί... ποιήσῃ ἀθύρματα νηπιέῃσιν, κατὰ παιδικὸν τρόπον, Ἰλ. Ο. 363· ἡγήσατο νηπιέῃσιν, «[[ἤτοι]] νηπιείαις φρεσὶ» (Εὐστ.), Ὀδ. Ω. 469· αἰτ. νηπιέην Ὀππ. Ἁλ. 3. 585. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 22:55, 1 October 2022
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
seul. acc. pl. -ιάας;
c. νηπιέη.
Greek (Liddell-Scott)
νηπιάα: νηπιέη, ἡ, Ἐπικ. τύπος τοῦ νηπία (ὅπερ ἀπαντᾷ μόνον παρ’ Ἀναστασ. ἐν τῇ τοῦ Mai Coll. Nov. 7. 241)· ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. μόνον ἐν ἐκτεταμ. Ἐπικ. τύποις· (νήπιος): -παιδικὴ ἡλικία, οἶνον ἀποβλύζων ἐν νηπιέῃ ἀλεγεινῇ Ἰλ. Ι. 491 (487): - ἐν τῷ πληθ., παιδαριώδεις τρόποι, ἀνοησίαι, οὐδέ τί σε χρὴ νηπιάας ὀχέειν Ὀδ. Α. 297· δοτ. πληθ. ὡς ἐπίρρ., ἐπεί... ποιήσῃ ἀθύρματα νηπιέῃσιν, κατὰ παιδικὸν τρόπον, Ἰλ. Ο. 363· ἡγήσατο νηπιέῃσιν, «ἤτοι νηπιείαις φρεσὶ» (Εὐστ.), Ὀδ. Ω. 469· αἰτ. νηπιέην Ὀππ. Ἁλ. 3. 585.
Greek Monolingual
Greek Monotonic
νηπιάα: νηπιέη, ἡ, Επικ. τύποι του νηπία, παιδική, νηπιακή ηλικία· ἐν νηπιέῃ, σε Ομήρ. Ιλ.· στον πληθ., παιδικά τεχνάσματα ή ανοησίες, παιδαριώδεις τρόποι, νηπιέῃσιν, με τρόπο μικρού παιδιού, ανόητα, σε Όμηρ.
Russian (Dvoretsky)
νηπιάα: ἡ (только acc. pl. νηπιάας) Hom. = *νηπιέη.
Middle Liddell
childhood, ἐν νηπιέῃ Il.:—in pl. childish tricks or follies, νηπιέῃσιν in childish fashion, in folly, Hom.