σκεπόωσι: Difference between revisions

From LSJ

Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort

Menander, Monostichoi, 321
(nl)
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 1: Line 1:
{{bailly
|btext=<i>3ᵉ pl. prés. épq. de</i> [[σκεπάω]].
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''σκεπόωσι''': «σκέπωσι. παρέχωσιν» Ἡσύχ., ἴδε [[σκεπάω]].
|lstext='''σκεπόωσι''': «σκέπωσι. παρέχωσιν» Ἡσύχ., ἴδε [[σκεπάω]].
}}
{{bailly
|btext=<i>3ᵉ pl. prés. épq. de</i> [[σκεπάω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 08:55, 2 October 2022

French (Bailly abrégé)

3ᵉ pl. prés. épq. de σκεπάω.

Greek (Liddell-Scott)

σκεπόωσι: «σκέπωσι. παρέχωσιν» Ἡσύχ., ἴδε σκεπάω.

Greek Monolingual

Α
(κατά τον Ησύχ.) «σκέπωσι, παράγωσιν».
[ΕΤΥΜΟΛ. Σπανιότερος τ. ρ., μετονοματικού παρ. από τις λ. σκέπας ή σκεπή (βλ. λ. σκεπάζω, σκέπας)].

Greek Monotonic

σκεπόωσι: Επικ. γʹ πληθ. του σκεπάω.

Russian (Dvoretsky)

σκεπόωσι: эп. (= σκεπῶσι) 3 л. pl. praes. к σκεπάω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σκεπόωσι ep. praes. ind. 3 plur. van σκεπάω.