σκεπόωσι: Difference between revisions
From LSJ
Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort
(nl) |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{bailly | |||
|btext=<i>3ᵉ pl. prés. épq. de</i> [[σκεπάω]]. | |||
}} | |||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σκεπόωσι''': «σκέπωσι. παρέχωσιν» Ἡσύχ., ἴδε [[σκεπάω]]. | |lstext='''σκεπόωσι''': «σκέπωσι. παρέχωσιν» Ἡσύχ., ἴδε [[σκεπάω]]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 08:55, 2 October 2022
French (Bailly abrégé)
3ᵉ pl. prés. épq. de σκεπάω.
Greek (Liddell-Scott)
σκεπόωσι: «σκέπωσι. παρέχωσιν» Ἡσύχ., ἴδε σκεπάω.
Greek Monolingual
Α
(κατά τον Ησύχ.) «σκέπωσι, παράγωσιν».
[ΕΤΥΜΟΛ. Σπανιότερος τ. ρ., μετονοματικού παρ. από τις λ. σκέπας ή σκεπή (βλ. λ. σκεπάζω, σκέπας)].
Greek Monotonic
σκεπόωσι: Επικ. γʹ πληθ. του σκεπάω.
Russian (Dvoretsky)
σκεπόωσι: эп. (= σκεπῶσι) 3 л. pl. praes. к σκεπάω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σκεπόωσι ep. praes. ind. 3 plur. van σκεπάω.