φάλλη: Difference between revisions

From LSJ

Ἤθη πονηρὰ τὴν φύσιν διαστρέφει → Bonae indolis venena sunt mores mali → Verdorbne Sitten sind verderblich der Natur

Menander, Monostichoi, 203
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=fa/llh
|Beta Code=fa/llh
|Definition=ἡ, = [[φάλλαινα]] ([[whale]], any devouring [[monster]], [[ballaena]]) Ι, Lyc. 84, 394. = [[φάλλαινα]] ΙΙ, Hsch.
|Definition=ἡ, = [[φάλλαινα]] ([[whale]], any devouring [[monster]], [[ballaena]]) Ι, Lyc. 84, 394. = [[φάλλαινα]] ΙΙ, Hsch.
}}
{{bailly
|btext=<i>c.</i> [[φάλη]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''φάλλη''': ἡ, = τῷ προηγ. Ι, Λυκόφρ. 84, 394. ΙΙ. = τῷ προηγ. ΙΙ˙ «[[φάλη]]˙ ἡ πετομένη ψυχὴ» Ἡσύχ.
|lstext='''φάλλη''': ἡ, = τῷ προηγ. Ι, Λυκόφρ. 84, 394. ΙΙ. = τῷ προηγ. ΙΙ˙ «[[φάλη]]˙ ἡ πετομένη ψυχὴ» Ἡσύχ.
}}
{{bailly
|btext=<i>c.</i> [[φάλη]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />ἡ, Α<br />[[φάλαινα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άλλος τ. της λ. [[φάλλαινα]] (Ι) (για ετυμολ. <b>βλ. λ.</b> [[φάλαινα]])].<br /><b>(II)</b><br />και [[φάλη]], ἡ, Α<br />[[φάλλαινα]] (II).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άλλος τ. της λ. [[φάλλαινα]] (ΙΙ) (για ετυμολ. <b>βλ. λ.</b> [[φάλλαινα]] [ΙΙ])].
|mltxt=<b>(I)</b><br />ἡ, Α<br />[[φάλαινα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άλλος τ. της λ. [[φάλλαινα]] (Ι) (για ετυμολ. <b>βλ. λ.</b> [[φάλαινα]])].<br /><b>(II)</b><br />και [[φάλη]], ἡ, Α<br />[[φάλλαινα]] (II).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άλλος τ. της λ. [[φάλλαινα]] (ΙΙ) (για ετυμολ. <b>βλ. λ.</b> [[φάλλαινα]] [ΙΙ])].
}}
}}

Revision as of 10:20, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φάλλη Medium diacritics: φάλλη Low diacritics: φάλλη Capitals: ΦΑΛΛΗ
Transliteration A: phállē Transliteration B: phallē Transliteration C: falli Beta Code: fa/llh

English (LSJ)

ἡ, = φάλλαινα (whale, any devouring monster, ballaena) Ι, Lyc. 84, 394. = φάλλαινα ΙΙ, Hsch.

French (Bailly abrégé)

c. φάλη.

Greek (Liddell-Scott)

φάλλη: ἡ, = τῷ προηγ. Ι, Λυκόφρ. 84, 394. ΙΙ. = τῷ προηγ. ΙΙ˙ «φάλη˙ ἡ πετομένη ψυχὴ» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

(I)
ἡ, Α
φάλαινα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. της λ. φάλλαινα (Ι) (για ετυμολ. βλ. λ. φάλαινα)].
(II)
και φάλη, ἡ, Α
φάλλαινα (II).
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. της λ. φάλλαινα (ΙΙ) (για ετυμολ. βλ. λ. φάλλαινα [ΙΙ])].