ἀμευσίπορος: Difference between revisions
καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">• Prosodia:</b> [ᾰμευσῐ-]<br />[[donde se cambia de camino]] τρίοδος Pi.<i>P</i>.11.38. | |dgtxt=-ον<br /><b class="num">• Prosodia:</b> [ᾰμευσῐ-]<br />[[donde se cambia de camino]] τρίοδος Pi.<i>P</i>.11.38. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />où les routes s'entrecroisent (<i>litt.</i> s'échangent), carrefour.<br />'''Étymologie:''' *ἀμεύομαι, [[πόρος]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀμευσίπορος''': -ον, ὁ ἔχων ἐναλλάσσοντας πόρους, [[ἔνθα]] αἱ ὁδοὶ διασταυροῦνται, τρίοδοι, Πινδ. Π. 11. 58. | |lstext='''ἀμευσίπορος''': -ον, ὁ ἔχων ἐναλλάσσοντας πόρους, [[ἔνθα]] αἱ ὁδοὶ διασταυροῦνται, τρίοδοι, Πινδ. Π. 11. 58. | ||
}} | }} | ||
{{Slater | {{Slater |
Revision as of 11:55, 2 October 2022
English (LSJ)
ον, path-shifting, τρίοδος Pi.P.11.38.
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [ᾰμευσῐ-]
donde se cambia de camino τρίοδος Pi.P.11.38.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
où les routes s'entrecroisent (litt. s'échangent), carrefour.
Étymologie: *ἀμεύομαι, πόρος.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμευσίπορος: -ον, ὁ ἔχων ἐναλλάσσοντας πόρους, ἔνθα αἱ ὁδοὶ διασταυροῦνται, τρίοδοι, Πινδ. Π. 11. 58.
English (Slater)
ᾰμευσῐπορος, -ον where ways interchange ἧρ' ὦ φίλοι, κατ ἀμευσίπορον τρίοδον ἐδινάθην, ὀρθὰν κέλευθον ἰὼν τὸ πρίν (ἀμευσιπόρους τριόδους Hermann, met. gr.) (P. 11.38)
Greek Monolingual
ἀμευσίπορος, -ον (Α)
αυτός, στον οποίο διασταυρώνονται οι δρόμοι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄμευσι- (< ἀμεύομαι) + πόρος.
Greek Monotonic
ἀμευσίπορος: -ον, αυτός που έχει μονοπάτια που διασταυρώνονται μεταξύ τους, σε Πίνδ.
Russian (Dvoretsky)
ἀμευσίπορος: с перемежающимися проходами, т. е. перекрещивающийся (τρίοδοι Pind.).
Middle Liddell
with interchanging paths, Pind.