ἐγκέραστος: Difference between revisions
From LSJ
λύχνον μεθ' ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων ἄνθρωπον ζητῶ → he lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, I am looking for a man
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br />subst. [[τὸ ἐγκέραστον]] = [[moderación]], [[amabilidad]] ὁ [[συμποτικός|συμποτικὸς]] [[λόγος]] ... ποιεῖ τῇ ἀνέσει τὸ ἱλαρὸν καὶ [[φιλάνθρωπον]] ἐγκέραστον Plu.2.660c. | |dgtxt=-ον<br />subst. [[τὸ ἐγκέραστον]] = [[moderación]], [[amabilidad]] ὁ [[συμποτικός|συμποτικὸς]] [[λόγος]] ... ποιεῖ τῇ ἀνέσει τὸ ἱλαρὸν καὶ [[φιλάνθρωπον]] ἐγκέραστον Plu.2.660c. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />mêlé dans <i>ou</i> à, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[ἐγκεράννυμι]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐγκέραστος''': -ον, μεμιγμένος, ἐγκεκραμένος, Πλούτ. 2. 660C. | |lstext='''ἐγκέραστος''': -ον, μεμιγμένος, ἐγκεκραμένος, Πλούτ. 2. 660C. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 14:25, 2 October 2022
English (LSJ)
ον, mixed, blended, Plu.2.660c.
Spanish (DGE)
-ον
subst. τὸ ἐγκέραστον = moderación, amabilidad ὁ συμποτικὸς λόγος ... ποιεῖ τῇ ἀνέσει τὸ ἱλαρὸν καὶ φιλάνθρωπον ἐγκέραστον Plu.2.660c.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
mêlé dans ou à, τινι.
Étymologie: ἐγκεράννυμι.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγκέραστος: -ον, μεμιγμένος, ἐγκεκραμένος, Πλούτ. 2. 660C.
Greek Monolingual
ἐγκέραστος, -ον (Α)
ανακατωμένος.
Russian (Dvoretsky)
ἐγκέραστος: смешанный, примешанный (τῇ ἀνέσει τὸ φιλάνθρωπον ἐγκέραστον Plut.).