ἱερατευματικός: Difference between revisions

From LSJ

οἱ βάρβαροι γὰρ ἄνδρας ἡγοῦνται μόνους τοὺς πλεῖστα δυναμένους καταφαγεῖν καὶ πιεῖν → for great feeders and heavy drinkers are alone esteemed as men by the barbarians

Source
(1ab)
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1240.png Seite 1240]] = [[ἱερατικός]], ὑπομνήματα Plut. Marc. 5, nach Schäfer.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1240.png Seite 1240]] = [[ἱερατικός]], ὑπομνήματα Plut. Marc. 5, nach Schäfer.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />sacerdotal.<br />'''Étymologie:''' [[ἱεράτευμα]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἱερᾱτευματικός''': -ή, -όν, [[ἱερατικός]], Ἐπιγραφ. Murat. σ. 632, Πλουτ. Μάρκ. 5.
|lstext='''ἱερᾱτευματικός''': -ή, -όν, [[ἱερατικός]], Ἐπιγραφ. Murat. σ. 632, Πλουτ. Μάρκ. 5.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />sacerdotal.<br />'''Étymologie:''' [[ἱεράτευμα]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 17:30, 2 October 2022

German (Pape)

[Seite 1240] = ἱερατικός, ὑπομνήματα Plut. Marc. 5, nach Schäfer.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
sacerdotal.
Étymologie: ἱεράτευμα.

Greek (Liddell-Scott)

ἱερᾱτευματικός: -ή, -όν, ἱερατικός, Ἐπιγραφ. Murat. σ. 632, Πλουτ. Μάρκ. 5.

Greek Monolingual

ἱερατευματικός, -ή, -όν (Α) ιεράτευμα
ο ιερατικός.

Greek Monotonic

ἱερᾱτευματικός: -ή, -όν, ιερατικός, σε Πλούτ.

Middle Liddell

ἱερᾱτευματικός, ή, όν
priestly, Plut. [from ἱερᾱτεύω]