συνεκτέον: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ δικαία τοῦ βίου σωτηρία → Mulier probe morata vitae est sospita → Die Frau, die rechtlich denkt, erhält das Lebensgut

Menander, Monostichoi, 93
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$4$3$1$2")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=sunekte/on
|Beta Code=sunekte/on
|Definition=(συνέχω) [[one must keep together]], τοὺς ἀγαθοὺς ἄνδρας <span class="bibl">X.<span class="title">Cyr.</span>7.5.70</span>.
|Definition=(συνέχω) [[one must keep together]], τοὺς ἀγαθοὺς ἄνδρας <span class="bibl">X.<span class="title">Cyr.</span>7.5.70</span>.
}}
{{elnl
|elnltext=συνεκτέον, adj. verb. van συνέχω, er moet bij elkaar gehouden worden.
}}
{{elru
|elrutext='''συνεκτέον:''' adj. verb. к [[συνέχω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 15: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συνεκτέον:''' ρημ. επίθ. του [[συνέχω]], αυτό που πρέπει [[κάποιος]] να συγκρατεί, να τηρεί σε [[συνοχή]], σε Ξεν.
|lsmtext='''συνεκτέον:''' ρημ. επίθ. του [[συνέχω]], αυτό που πρέπει [[κάποιος]] να συγκρατεί, να τηρεί σε [[συνοχή]], σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''συνεκτέον:''' adj. verb. к [[συνέχω]].
}}
{{elnl
|elnltext=συνεκτέον, adj. verb. van συνέχω, er moet bij elkaar gehouden worden.
}}
}}

Revision as of 11:30, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεκτέον Medium diacritics: συνεκτέον Low diacritics: συνεκτέον Capitals: ΣΥΝΕΚΤΕΟΝ
Transliteration A: synektéon Transliteration B: synekteon Transliteration C: synekteon Beta Code: sunekte/on

English (LSJ)

(συνέχω) one must keep together, τοὺς ἀγαθοὺς ἄνδρας X.Cyr.7.5.70.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συνεκτέον, adj. verb. van συνέχω, er moet bij elkaar gehouden worden.

Russian (Dvoretsky)

συνεκτέον: adj. verb. к συνέχω.

Greek (Liddell-Scott)

συνεκτέον: ῥημ. ἐπίθ. τοῦ συνέχω, δεῖ συνέχειν, συγκρατεῖν, Ξεν. Κύρ. 7. 5, 70.

Greek Monotonic

συνεκτέον: ρημ. επίθ. του συνέχω, αυτό που πρέπει κάποιος να συγκρατεί, να τηρεί σε συνοχή, σε Ξεν.