αὐλητρίδιον: Difference between revisions
From LSJ
ἅπαντι δαίμων ἀνδρὶ συμπαρίσταται εὐθὺς γενομένῳ μυσταγωγὸς τοῦ βίου → a spirit assists every man from birth to be the leader of his life
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ου, τό<br />dim. o despect. de [[αὐλητρίς]] [[flautistilla]] τοὺς νέους ἐν τοῖς αὐλητριδίοις [καὶ] παρὰ ταῖς ἑταίραις διατρίβειν Theopomp.Hist.213, cf. <i>Com.Adesp</i>.254.34Au., D.L.7.13, Ath.607e. | |dgtxt=-ου, τό<br />dim. o despect. de [[αὐλητρίς]] [[flautistilla]] τοὺς νέους ἐν τοῖς αὐλητριδίοις [καὶ] παρὰ ταῖς ἑταίραις διατρίβειν Theopomp.Hist.213, cf. <i>Com.Adesp</i>.254.34Au., D.L.7.13, Ath.607e. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''αὐλητρίδιον:''' τό [[флейтисточка]] Diog. L. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 18: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[αὐλητρίδιον]], το (Α)<br />νεαρή αυλητρίδα. | |mltxt=[[αὐλητρίδιον]], το (Α)<br />νεαρή αυλητρίδα. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:32, 3 October 2022
English (LSJ)
τό, Dim. of sq., Theopomp.Hist.205, Com.Adesp.25.34D., D.L.7.13.
Spanish (DGE)
-ου, τό
dim. o despect. de αὐλητρίς flautistilla τοὺς νέους ἐν τοῖς αὐλητριδίοις [καὶ] παρὰ ταῖς ἑταίραις διατρίβειν Theopomp.Hist.213, cf. Com.Adesp.254.34Au., D.L.7.13, Ath.607e.
Russian (Dvoretsky)
αὐλητρίδιον: τό флейтисточка Diog. L.
Greek (Liddell-Scott)
αὐλητρίδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ αὐλητρίς, Θεοπόμπ. Ἱστ. 238, Διογ. Λ.7.13.
Greek Monolingual
αὐλητρίδιον, το (Α)
νεαρή αυλητρίδα.