δεκαδάκτυλος: Difference between revisions

From LSJ

μὴ πόνει, ὦ Ξάνθια, ἀλλὰ ἔλθε δεῦρο → Don't keep suffering, Xanthias, but come here.

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0542.png Seite 542]] zehnfingrig, Dio Cass. 47, 10; zehn Finger breit, Hippocr. u. Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0542.png Seite 542]] zehnfingrig, Dio Cass. 47, 10; zehn Finger breit, Hippocr. u. Sp.
}}
{{elru
|elrutext='''δεκαδάκτῠλος:''' [[размером]] (толщиной или длиной) в десять дактилей Diog. L.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[δεκαδάκτυλος]], -ον)<br /><b>1.</b> όποιος έχει [[πλάτος]] ή [[μήκος]] [[δέκα]] δακτύλων<br /><b>2.</b> αυτός που έχει [[δέκα]] δάκτυλα<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.</b>) <i>δεκαδάκτυλα</i>, τα<br />ζώα που έχουν πόδια με [[δέκα]] δάκτυλα.
|mltxt=-η, -ο (AM [[δεκαδάκτυλος]], -ον)<br /><b>1.</b> όποιος έχει [[πλάτος]] ή [[μήκος]] [[δέκα]] δακτύλων<br /><b>2.</b> αυτός που έχει [[δέκα]] δάκτυλα<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.</b>) <i>δεκαδάκτυλα</i>, τα<br />ζώα που έχουν πόδια με [[δέκα]] δάκτυλα.
}}
{{elru
|elrutext='''δεκαδάκτῠλος:''' [[размером]] (толщиной или длиной) в десять дактилей Diog. L.
}}
}}

Revision as of 12:40, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δεκαδάκτῠλος Medium diacritics: δεκαδάκτυλος Low diacritics: δεκαδάκτυλος Capitals: ΔΕΚΑΔΑΚΤΥΛΟΣ
Transliteration A: dekadáktylos Transliteration B: dekadaktylos Transliteration C: dekadaktylos Beta Code: dekada/ktulos

English (LSJ)

ον, A ten fingers long or broad, βάλανος Hp.Morb.3.14, cf.Ath.Mech.16.6. 2 ten-fingered, χεῖρες D.C.47.40.

Spanish (DGE)

-ον
1 que tiene diez dedos χεῖρες D.C.47.40.3.
2 de diez dedos de grosor hιμάντας ... πλάτος δεκ[αδα] κτύλος IG 13.475.242 (V a.C.), cf. Hp.Morb.3.14 (var.), ξύλα ... πλάτος δεκαδάκτυλα IG 22.1672.148 (Eleusis IV a.C.), διαπήγματα ... καὶ περιπήγματα ... πάχη ἔχοντα δεκαδάκτυλα travesaños y largueros con diez dedos de espesor Ath.Mech.16.6, de longitud λοποὺς ... δεκαδακτύλους τὸ μῆκος Str.15.1.21.

German (Pape)

[Seite 542] zehnfingrig, Dio Cass. 47, 10; zehn Finger breit, Hippocr. u. Sp.

Russian (Dvoretsky)

δεκαδάκτῠλος: размером (толщиной или длиной) в десять дактилей Diog. L.

Greek (Liddell-Scott)

δεκαδάκτῠλος: -ον, δέκα δακτύλων μῆκοςπλάτος ἔχων, βάλανος Ἱππ. 491. 47. 2) ὁ ἔχων δέκα δακτύλους, χεῖρες Δίων Κ. 47. 40.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM δεκαδάκτυλος, -ον)
1. όποιος έχει πλάτος ή μήκος δέκα δακτύλων
2. αυτός που έχει δέκα δάκτυλα
νεοελλ.
(το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) δεκαδάκτυλα, τα
ζώα που έχουν πόδια με δέκα δάκτυλα.