δίστοιχος: Difference between revisions

From LSJ

Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0643.png Seite 643]] zweizeilig, in doppelter Reihe; ὀδόντες Arist. H. A. 2, 1; [[κριθή]] Theophr.; s. [[δίστιχος]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0643.png Seite 643]] zweizeilig, in doppelter Reihe; ὀδόντες Arist. H. A. 2, 1; [[κριθή]] Theophr.; s. [[δίστιχος]].
}}
{{elru
|elrutext='''δίστοιχος:''' [[расположенный в два ряда]] (ὀδόντες Arst.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ο (AM [[δίστοιχος]]) [[στοίχος]]<br />αυτός που αποτελείται από δύο στοίχους ή σειρές.
|mltxt=-ο (AM [[δίστοιχος]]) [[στοίχος]]<br />αυτός που αποτελείται από δύο στοίχους ή σειρές.
}}
{{elru
|elrutext='''δίστοιχος:''' [[расположенный в два ряда]] (ὀδόντες Arst.).
}}
}}

Revision as of 12:45, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δίστοιχος Medium diacritics: δίστοιχος Low diacritics: δίστοιχος Capitals: ΔΙΣΤΟΙΧΟΣ
Transliteration A: dístoichos Transliteration B: distoichos Transliteration C: distoichos Beta Code: di/stoixos

English (LSJ)

ον, in two rows, ὀδόντες Arist.HA501a24; (βράγχια) ib.505a16; κριθὴ δ. two-rowed barley, Thphr.HP8.4.2; in two courses, ὑπερτόναια SIG 969.32.

Spanish (DGE)

-ον
dispuesto en dos filas ἄπεστι τῶνδε διστοίχων prob. de coros, A.Fr.78c.38, ὀδόντες Arist.HA 501a24, cf. AP 16.265, (βράγχια) Arist.HA 505a16, τῶν μὲν κριθῶν αἱ μὲν δίστοιχοι Thphr.HP 8.4.2, ὑπερτόναια ... δίστοιχα dinteles de dos hiladas, IG 22.1668.32 (IV a.C.).

German (Pape)

[Seite 643] zweizeilig, in doppelter Reihe; ὀδόντες Arist. H. A. 2, 1; κριθή Theophr.; s. δίστιχος.

Russian (Dvoretsky)

δίστοιχος: расположенный в два ряда (ὀδόντες Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

δίστοιχος: -ον, ὁ ἔχων δύο σειράς, εἰς δύο σειρὰς διατεταγμένος, ὀδόντες Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 2. 1, 52· βράγχια ὁ αὐτ. 2. 13, 8· κριθὴ δ. Θεόφρ. Ι. Φ. 8. 4, 2.

Greek Monolingual

-ο (AM δίστοιχος) στοίχος
αυτός που αποτελείται από δύο στοίχους ή σειρές.