δοίδυξ: Difference between revisions

From LSJ

Χρηστὸς πονηροῖς οὐ τιτρώσκεται λόγοις → Non vulneratur vir bonus verbo improbo → Ein böses Wort verwundet keinen guten Mann

Menander, Monostichoi, 542
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 4: Line 4:
{{bailly
{{bailly
|btext=υκος (ὁ) :<br />pilon.<br />'''Étymologie:''' DELG t. techn. et familier, sans étym.
|btext=υκος (ὁ) :<br />pilon.<br />'''Étymologie:''' DELG t. techn. et familier, sans étym.
}}
{{elru
|elrutext='''δοίδυξ:''' ῡκος ὁ пест Arph.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 10: Line 13:
{{grml
{{grml
|mltxt=δοῑδυξ (-υκος), ο (Α)<br />[[γουδοχέρι]], [[αλετρίβανος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λέξη της καθημερινής γλώσσας με εκφραστικό αναδιπλασιασμό της οποίας η ετυμολ. [[είναι]] άγνωστη].
|mltxt=δοῑδυξ (-υκος), ο (Α)<br />[[γουδοχέρι]], [[αλετρίβανος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λέξη της καθημερινής γλώσσας με εκφραστικό αναδιπλασιασμό της οποίας η ετυμολ. [[είναι]] άγνωστη].
}}
{{elru
|elrutext='''δοίδυξ:''' ῡκος ὁ пест Arph.
}}
}}
{{etym
{{etym

Revision as of 12:50, 3 October 2022

German (Pape)

[Seite 651] (falsch δοῖδυξ), υκος, ὁ, die Mörserkeule; σμικρὸς καὶ στρογγύλος, Ar. Equ. 979 Pl. 711; bei B. A. 239 τριβεύς erkl.; Poll. 10, 104.

French (Bailly abrégé)

υκος (ὁ) :
pilon.
Étymologie: DELG t. techn. et familier, sans étym.

Russian (Dvoretsky)

δοίδυξ: ῡκος ὁ пест Arph.

Greek (Liddell-Scott)

δοίδυξ: -ῡκος, ὁ, «γουδοχέρι», Ἀριστοφ. Ἱππ. 984, κτλ.

Greek Monolingual

δοῑδυξ (-υκος), ο (Α)
γουδοχέρι, αλετρίβανος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη της καθημερινής γλώσσας με εκφραστικό αναδιπλασιασμό της οποίας η ετυμολ. είναι άγνωστη].

Frisk Etymological English

-υκος
Grammatical information: m.
Meaning: pestle (Ar.).
Compounds: As first member in δοιδυκο-ποιός (Plu.) and in parodizing δοιδυκο-φόβα (Luc.)
Derivatives: Denomin. διαδοιδυκίζω clench the fist as a p. (Com. Adesp.), ἀναδοιδυκίζειν ἀναταράσσειν H. (EM).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: No etymology. The suffix -υκ- is typical of Pre-Greek (Beekes, Pre-Greek s.v.). o < α before υ in the next syllable.

Frisk Etymology German

δοίδυξ: -υκος
{doíduks}
Grammar: m.
Meaning: Mörserkeule (Ar., Gal. u. a.).
Derivative: Als Vorderglied in δοιδυκοποιός (Plu.) und in dem parodierenden δοιδυκοφόβα (Luk.). Denominative Verba διαδοιδυκίζω die Faust wie eine Mörserkeule ballen (Kom. Adesp.), ἀναδοιδυκίζειν· ἀναταράσσειν H. (EM).
Etymology : Reduplizierte Bildung ohne Etymologie.
Page 1,404