αλετρίβανος
Greek Monolingual
ἀλετρίβανος, ο (Α)
αυτό που αλέθει και τρίβει, το γουδοχέρι.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Δημώδης τ., που δηλώνει εργαλείο
η λ. είναι σύνθετη
το β' συνθετικό της λ. συνδέεται με το ρ. τρίβω, πιθανότατο με επίδραση της λ. κρίβανος (κλίβα-νος). Το α' συνθ. όμως δημιουργεί προβλήματα
είναι πιθ. να συνδέεται με το ρ. ἀλῶ «αλέθω». Σύμφωνα με άλλη άποψη, ορθότερο; είναι ο τ. ἁλοτρίβανος του Ευσταθίου, οπότε το α' συνθ. της λ. συνδέεται με το ουσ. ἅλς-λός].