θαρσύς: Difference between revisions

From LSJ

εἰς δὲ θεοὺς ἀσεβείας τε καὶ εὐσεβείας καὶ γονέας καὶ αὐτόχειρος φόνου μείζους ἔτι τοὺς μισθοὺς διηγεῖτο → and he had still greater requitals to tell of piety and impiety towards the gods and parents and of self-slaughter

Source
(c1)
 
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1187.png Seite 1187]] εῖα, ύ, als v. l. von [[θρασύς]], hier und da, s. dieses.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1187.png Seite 1187]] εῖα, ύ, als v. l. von [[θρασύς]], hier und da, s. dieses.
}}
{{elru
|elrutext='''θαρσύς:''' εῖα, ύ v. l. = [[θρασύς]].
}}
{{ls
|lstext='''θαρσύς''': -εῖα, ύ, [[πλήρης]] θάρρους, Φίλων 2. 665, διάφ. γραφ. ἐν Θουκ. 7. 77· ἴδε [[θράσος]].
}}
{{grml
|mltxt=[[θαρσύς]], -εῖα, -ύ (Α)<br />[[τολμηρός]], [[θαρραλέος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[θαρσέως]] και <i>θαρσέα</i> (Μ)<br /><b>1.</b> με [[θάρρος]], θαρραλέα<br /><b>2.</b> υπερβολικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μτγν. τ. του [[θρασύς]] (<b>βλ.</b> και [[θαρσύνω]])].
}}
}}

Latest revision as of 13:29, 3 October 2022

German (Pape)

[Seite 1187] εῖα, ύ, als v. l. von θρασύς, hier und da, s. dieses.

Russian (Dvoretsky)

θαρσύς: εῖα, ύ v. l. = θρασύς.

Greek (Liddell-Scott)

θαρσύς: -εῖα, ύ, πλήρης θάρρους, Φίλων 2. 665, διάφ. γραφ. ἐν Θουκ. 7. 77· ἴδε θράσος.

Greek Monolingual

θαρσύς, -εῖα, -ύ (Α)
τολμηρός, θαρραλέος.
επίρρ...
θαρσέως και θαρσέα (Μ)
1. με θάρρος, θαρραλέα
2. υπερβολικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. του θρασύς (βλ. και θαρσύνω)].