κακοτροπεύομαι: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ' οὐκ οἰωνοῖσιν ἐρύσσατο κῆρα μέλαιναν → by no augury could he ward off black death

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1304.png Seite 1304]] = Folgdm, [[πρός]] τινα, Pol. 5, 2, 9; B. A. 354, 13.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1304.png Seite 1304]] = Folgdm, [[πρός]] τινα, Pol. 5, 2, 9; B. A. 354, 13.
}}
{{elru
|elrutext='''κᾰκοτροπεύομαι:''' [[нечестно вести себя]], [[коварно поступать]] (πρός τινα Polyb.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κακοτροπεύομαι]] (Α) [[κακότροπος]]<br />φέρομαι με [[κακό]] τρόπο, άσχημα σε κάποιον («κακοτροπευσάμενος πρὸς τοὺς προειρημένους ἀπῆρεν εἰς [[Χαλκίδα]]», <b>Πολ.</b>).
|mltxt=[[κακοτροπεύομαι]] (Α) [[κακότροπος]]<br />φέρομαι με [[κακό]] τρόπο, άσχημα σε κάποιον («κακοτροπευσάμενος πρὸς τοὺς προειρημένους ἀπῆρεν εἰς [[Χαλκίδα]]», <b>Πολ.</b>).
}}
{{elru
|elrutext='''κᾰκοτροπεύομαι:''' [[нечестно вести себя]], [[коварно поступать]] (πρός τινα Polyb.).
}}
}}

Revision as of 13:35, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰκοτροπεύομαι Medium diacritics: κακοτροπεύομαι Low diacritics: κακοτροπεύομαι Capitals: ΚΑΚΟΤΡΟΠΕΥΟΜΑΙ
Transliteration A: kakotropeúomai Transliteration B: kakotropeuomai Transliteration C: kakotropeyomai Beta Code: kakotropeu/omai

English (LSJ)

deal perversely, πρός τινα Plb.5.2.9, cf. AB 354.

German (Pape)

[Seite 1304] = Folgdm, πρός τινα, Pol. 5, 2, 9; B. A. 354, 13.

Russian (Dvoretsky)

κᾰκοτροπεύομαι: нечестно вести себя, коварно поступать (πρός τινα Polyb.).

Greek (Liddell-Scott)

κακοτροπεύομαι: ἀποθ. τῷ ἑπομ., πρός τινα Πολύβ. 5. 2, 9. ἴδε Α. Β. 354.

Greek Monolingual

κακοτροπεύομαι (Α) κακότροπος
φέρομαι με κακό τρόπο, άσχημα σε κάποιον («κακοτροπευσάμενος πρὸς τοὺς προειρημένους ἀπῆρεν εἰς Χαλκίδα», Πολ.).