κατιππάζομαι: Difference between revisions

From LSJ

Πολλοῖς ὁ Δαίμων, οὐ κατ' εὔνοιαν φέρων, / Μεγάλα δίδωσιν εὐτυχήματ' ... (Euripides) → God brings great good fortune to many, not out of good will,...

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
 
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>ion. c.</i> καθιππάζομαι.
|btext=<i>ion. c.</i> καθιππάζομαι.
}}
{{elru
|elrutext='''κατιππάζομαι:''' ион. = [[καθιππάζομαι]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κατιππάζομαι:''' κατ-ῑρόω, κατ-[[ίστημι]], Ιων. αντί <i>καθ-</i>.
|lsmtext='''κατιππάζομαι:''' κατ-ῑρόω, κατ-[[ίστημι]], Ιων. αντί <i>καθ-</i>.
}}
{{elru
|elrutext='''κατιππάζομαι:''' ион. = [[καθιππάζομαι]].
}}
}}

Latest revision as of 13:40, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατιππάζομαι Medium diacritics: κατιππάζομαι Low diacritics: κατιππάζομαι Capitals: ΚΑΤΙΠΠΑΖΟΜΑΙ
Transliteration A: katippázomai Transliteration B: katippazomai Transliteration C: katippazomai Beta Code: katippa/zomai

English (LSJ)

Ionic for καθιππάζομαι.

German (Pape)

[Seite 1402] ion. = καθιππάζομαι, Her.

French (Bailly abrégé)

ion. c. καθιππάζομαι.

Russian (Dvoretsky)

κατιππάζομαι: ион. = καθιππάζομαι.

Greek (Liddell-Scott)

κατιππάζομαι: κατῑρόω, κατίστημι, Ἰων. ἀντὶ καθ-.

Greek Monolingual

κατιππάζομαι (Α)
ιων. τ. βλ. καθιππάζομαι.

Greek Monotonic

κατιππάζομαι: κατ-ῑρόω, κατ-ίστημι, Ιων. αντί καθ-.