οἶβος: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ ῥῦσαι ἡμᾶς ἀπὸ τοῦ πονηροῦ → but deliver us from evil

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />collet <i>ou</i> partie du cou d'un bœuf.<br />'''Étymologie:''' DELG pas d'étym.
|btext=ου (ὁ) :<br />collet <i>ou</i> partie du cou d'un bœuf.<br />'''Étymologie:''' DELG pas d'étym.
}}
{{elru
|elrutext='''οἶβος:''' ὁ кулин. бычачий затылок Luc.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[οἶβος]], ὁ (Α)<br />[[τεμάχιο]] κρέατος από το [[πίσω]] [[μέρος]] του τραχήλου του βοδιού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Αν θεωρηθεί ότι η λ. σημαίνει «[[τράχηλος]], [[λαιμός]]», εμφανίζεται πιθ. ως β' συνθετικό στη λ. [[ὄχθοιβος]]].
|mltxt=[[οἶβος]], ὁ (Α)<br />[[τεμάχιο]] κρέατος από το [[πίσω]] [[μέρος]] του τραχήλου του βοδιού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Αν θεωρηθεί ότι η λ. σημαίνει «[[τράχηλος]], [[λαιμός]]», εμφανίζεται πιθ. ως β' συνθετικό στη λ. [[ὄχθοιβος]]].
}}
{{elru
|elrutext='''οἶβος:''' ὁ кулин. бычачий затылок Luc.
}}
}}
{{etym
{{etym
|etymtx=Grammatical information: m.<br />Meaning: [[back of the neck of a cow]] (Luc. Lex. 3)<br />Origin: XX [etym. unknown]<br />Etymology: Does it occur in <b class="b3">ὀ῎χθοιβος</b>?
|etymtx=Grammatical information: m.<br />Meaning: [[back of the neck of a cow]] (Luc. Lex. 3)<br />Origin: XX [etym. unknown]<br />Etymology: Does it occur in <b class="b3">ὀ῎χθοιβος</b>?
}}
}}

Revision as of 15:05, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἶβος Medium diacritics: οἶβος Low diacritics: οίβος Capitals: ΟΙΒΟΣ
Transliteration A: oîbos Transliteration B: oibos Transliteration C: oivos Beta Code: oi)=bos

English (LSJ)

ὁ, piece of meat from the back of an ox's neck, Luc.Lex.3.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
collet ou partie du cou d'un bœuf.
Étymologie: DELG pas d'étym.

Russian (Dvoretsky)

οἶβος: ὁ кулин. бычачий затылок Luc.

Greek (Liddell-Scott)

οἶβος: ὁ, τεμάχιον κρέατος ἐκ τοῦ ὄπισθεν μέρους τοῦ αὐχένος βοός, Λουκ. Λεξιφ. 3.

Greek Monolingual

οἶβος, ὁ (Α)
τεμάχιο κρέατος από το πίσω μέρος του τραχήλου του βοδιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Αν θεωρηθεί ότι η λ. σημαίνει «τράχηλος, λαιμός», εμφανίζεται πιθ. ως β' συνθετικό στη λ. ὄχθοιβος].

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: back of the neck of a cow (Luc. Lex. 3)
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Does it occur in ὀ῎χθοιβος?